Kitobni o'qish: «Τίμαιος, Τόμος Β», sahifa 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXV
Τα διάφορα είδη ή ποιότητες της γης.
Εκ δε των ειδών της γης το μεν καθαρισθέν διά μέσου του ύδατος γίνεται λίθινον σώμα κατά τον εξής τρόπον. Το ύδωρ το αναμεμιγμένον μετ' αυτής, όταν εις την μίξιν κατατμηθή, μεταβάλλεται εις μορφήν αέρος, και όταν γίνη αήρ τρέχει επάνω C | εις τον τόπον αυτού. Επειδή δε δεν υπάρχει κανέν κενόν πέριξ, τον μεν πλησίον αέρα απωθεί, ούτος δε, επειδή είναι βαρύς ωθούμενος και διαχεόμενος πέριξ της μάζης της γης, θλίβει αυτήν σφοδρώς και την σπρώχνει εις τους τόπους, οπόθεν είχεν εξέλθει ο νεωστί σχηματισθείς αήρ. Συμπιεσθείσα έπειτα υπό του αέρος η γη γίνεται μετά του ύδατος, όπερ δεν δύναται πλέον να διαλυθή, πέτρα, ωραιοτέρα μεν εκείνη, ήτις αποτελουμένη εκ μερών ίσων και ομοιομόρφων είναι διαφανής, ασχημοτέρα δε η εναντίας έχουσα ιδιότητας. Εκείνη όμως, ήτις υπό της ταχύτητος του πυρός εστερήθη πάσης υγρασίας και συνεπυκνώθη εις σώμα ξηρότερον του πρώτου, γίνεται εκείνο, το οποίον ωνομάD. | σαμεν κέραμον. Ενίοτε δε, όταν απομείνη υγρασία, η γη, επειδή εχύθη διά του πυρός, όταν ψυχθή, γίνεται ο λίθος ο έχων χρώμα μέλαν. Εκ των δύο δε τούτων, τα οποία τοιουτοτρόπως γυμνούνται μεγάλης ποσότητος ύδατος, όπερ ήτο ανάμικτον μετ' αυτών, και αποτελούνται εκ μερών γης λεπτοτέρων και είναι αλμυρά, όταν η πήξις αυτών γίνη κατά το ήμισυ και είναι ταύτα ακόμη διαλυτά υπό του ύδατος σχηματίζεται το νίτρον, το οποίον είναι ικανόν να καθαρίζη (από) το έλαιον και την γην, και προσέτι εκείνο, όπερ τόσον καλώς προσαρμόζεται εις τα αρτύΕ. | ματα διά την αίσθησιν του στόματος, το σώμα των αλάτων, το οποίον είναι τόσον προσφιλές εις τους θεούς, καθώς λέγει ο νόμος28. Τα δε σύνθετα, εκ των δύο ειδών (γης και ύδατος), τα οποία υπό μεν του ύδατος δεν είναι διαλυτά, είναι όμως υπό του πυρός, συμπηγνύονται τοιουτοτρόπως διά τον εξής λόγον. Όγκους γης29 δεν διαλύει ούτε το πυρ ούτε ο αήρ, διότι, επειδή ταύτα αποτελούνται από μέρη φύσει μικρότερα των κενών της συστάσεως της γης και μεταβαίνουσιν άνευ βίας διά μέσου πολλής ευρυχωρίας, αφίνουσιν αδιάλυτον και δεν τήκουσιν αυτήν. Αλλά τα μέρη του ύδατος, επειδή είναι φύσει μεγαλύτερα, ευ61. | ρίσκοντα διά βίας έξοδον, διαλύουσι και τήκουσιν αυτήν.
Την γην λοιπόν, ήτις δεν είναι συμπαγής, μόνον το ύδωρ δύναται τοιουτοτρόπως να διαλύση διά της βίας, αλλ' όταν είναι συμπαγής ουδέν άλλο την διαλύει πλην του πυρός, διότι εις ουδέν άλλο απομένει είσοδος εκεί παρά εις το πυρ. Και πάλιν την πύκνωσιν του ύδατος, όταν είναι βιαιοτάτη, μόνον το πυρ, όταν δε είναι ασθενεστέρα και τα δύο, πυρ και αήρ την διαλύουσιν, ο μεν αήρ εισερχόμενος εις τα κενά, το δε πυρ και εις τα στοιχειώδη τρίγωνα30. Τον δε αέρα τον ισχυρώς πυκνωθέντα ουδέν δύναται να διαλύση, εκτός εάν διαλύση εις τα στοιχεία του, εάν δε είναι αβίαστος η πύκνωσις, μόνον το πυρ διαλύει αυτόν31. Ως προς τα σώματα δε τα μικτά εκ γης και ύδατος, ενόσω το ύδωρ κατέΒ. | χει τα κενά της γης συμπεπιεσμένης με δύναμιν, τα μέρη του ύδατος τα επερχόμενα έξωθεν μη ευρίσκοντα είσοδον και περιρρέοντα όλον τον όγκον, την αφίνουσιν αδιάλυτον· αλλά τα μέρη του πυρός εισερχόμενα εις τα κενά των υδάτων, εκείνο όπερ το ύδωρ προξενεί εις την γην, τούτο προξενούντα τα μέρη του πυρός εις το ύδωρ, γίνονται αυτά μόνα αίτια εις το μικτόν σώμα να διαλυθή και να γίνη ρευστόν. Και τοιαύτα σώματα συμβαίνει άλλα μεν να έχωσιν ολιγώτερον ύδωρ παρά γην, και ταύτα είναι πάντα τα είδη της υάλου και πάντες οι λίθοι, οίτιC. | νες καλούνται χυτοί, άλλα δε ανάπαλιν, έχουσι περισσότερον ύδωρ και είναι όλα τα σώματα τα κηροειδή και τα κατάλληλα προς αρωματισμόν (θυμιάματα).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVI
Οργανικά παθήματα (εντυπώσεις) και αισθήσεις. Απτικά αισθήματα. Εντύπωσις του θερμού εξηγουμένη εκ της φύσεως του πυρός. Εντύπωσις του ψυχρού εξηγουμένη εκ των περί το σώμα υγρών τεινόντων να εισέλθωσιν εις αυτό. Το αίσθημα του σκληρού και του μαλακού. Το βαρύ και το κούφον, το κάτω και το άνω, εξηγούμενα εκ του νόμου καθ' ον το όμοιον έλκει προς εαυτό το όμοιον. Η εντύπωσις του λείου και του τραχέος 32.
Και τα μεν ποικίλα είδη, τα οποία γεννώνται εκ των διαφόρων σχημάτων, εκ των συνδυασμών και εκ των αμοιβαίων μεταβολών αρκετά έχουσιν αποδειχθή. Τώρα δε πρέπει να προσπαθήσωμεν να διασαφήσωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις, διά ποίας αιτίας γίνονται. Πρώτον λοιπόν εις πάντα, περί των οποίων γίνεται λόγος, πρέπει να υπάρχη μία σχετική αίσθησις33. Αλλά περί της γενέσεως της σαρκός και των σχετικών με την σάρκα, και περί της ψυχής, καθ' όσον είναι θνητή, δεν ωμιλήσαμεν ακόμη. Αλλ' ούτε περί τούτων χωριστά από των αισθητικών Δ. | εντυπώσεων, ούτε περί εκείνων άνευ τούτων είναι δυνατόν να ομιλήσωμεν προσηκόντως, συγχρόνως δε περί αμφοτέρων να είπωμεν είναι σχεδόν αδύνατον. Πρέπει λοιπόν να προτάξωμεν πρότερον τα μεν, εις δε τα άλλα, τα οποία θα επιταχθώσι, θα επανέλθωμεν περαιτέρω. Ίνα λοιπόν αι εντυπώσεις εξηγηθώσιν ευθύς μετά τα (παράγοντα αυτάς) είδη, ας αρχίσωμεν πρώτον από τας κοινάς εις το σώμα άμα και εις την ψυχήν.
Και πρώτον, πως λέγομεν ότι το πυρ είναι θερμόν, ας ίδωμεν, εξετάζοντες το ζήτημα ως εξής, σκεπτόμενοι δηλ. περί του χωρισμού και της διαιρέσεως, τα οποία δι' αυτού γίνονται εις το Ε. | σώμα ημών. Ότι η εντύπωσις αύτη είναι τι οξύ, τούτο σχεδόν πάντες αισθανόμεθα. Πρέπει δε να υπολογίσωμεν την λεπτότητα των πλευρών και την οξύτητα των γωνιών και την σμικρότητα των μερών και την ταχύτητα της κινήσεως, διότι δι' όλα ταύτα το πυρ ον βίαιον και οξέως κοπτερόν κόπτει πάντοτε ό,τι ήθελε 62. | τύχει, και να ενθυμηθώμεν την γέννησιν του σχήματος του πυρός, ότι δηλ. είναι ακριβώς αύτη η φύσις και όχι άλλη, ήτις διαιρούσα τα σώματα ημών και εις μικρά μέρη κατακερματίζουσα αυτά παράγει το πάθος τούτο, το οποίον λέγομεν θερμότητα, και άμα το όνομα αυτού. Το δε πάθημα το εναντίον εις τούτο είναι μεν φανερόν, αλλ' όμως ας μη μείνη ανεξήγητον. Τα χονδρά δηλαδή μέρη των πέριξ του σώματος ημών υγρών, εισερχόμενα εις αυτό και αποδιώκοντα τα μικρότερα, επειδή δεν δύνανται να Β. | εισδύσωσιν εις τας θέσεις τούτων, συμπιέζουσι το υγρόν το οποίον είναι εν ημίν, και εξ ανωμάλου και τεταραγμένου διά την ομαλότητα και την πίεσιν το καθιστώσιν ακίνητον και ομαλόν. Τούτο δε παρά φύσιν συμπιεζόμενον, μάχεται κατά φύσιν αυτό εαυτό απωθούν προς το εναντίον. Εις την μάχην λοιπόν ταύτην και εις τον σεισμόν τούτον εδόθη όνομα τρόμος και ρίγος, και η όλη εντύπωσις αύτη και το παράγον αυτήν ωνομάσθη ψυχρόν (ψύχος). Σκληρόν δε ωνομάσθη παν σώμα εις το οποίον υποχωρεί η σαρξ ημών, μαλακόν δε το υποχωρούν εις την σάρκα. Ούτω δε και μεταξύ των τα σώματα. Υποχωρούσι δε όσα στηρίζονται επί μικρών βάσεων, και διά ταύτα, το αποτελούμεC. | νον εκ βάσεων τετραγώνων, επειδή καλώς στηρίζεται, είναι το μάλλον ανθιστάμενον είδος και εκείνο όπερ, όταν φθάση εις την μεγίστην πυκνότητα, δύναται ν' αντιτάξη την μεγίστην αντίστασιν.
Το βαρύ δε και το ελαφρόν δύνανται να εξηγηθώσι σαφέστατα, αν εξετασθώσι σχετικώς, με το λεγόμενον άνω και κάτω.
Διότι ουδόλως είναι ορθόν να νομίζωμεν ότι εν τη φύσει υπάρχουσι δύο τόποι εναντίοι, οι οποίοι περιλαμβάνουσι το παν εις δύο μέρη διαιρούντες αυτό, ο είς μεν κάτω, εις τον οποίον φέρονται πάντα όσα έχουσιν όγκον τινά σώματος, ο άλλος δε D. | άνω, εις τον οποίον παν ό,τι έρχεται ακουσίως έρχεται.
Διότι, επειδή όλος ο κόσμος είναι σφαιροειδής, τα πράγματα, τα οποία ισαπέχοντα του κέντρου είναι εις τα άκρα, πρέπει κατά φυσικήν ανάγκην να είναι άκρα κατά τον αυτόν τρόπον, το δε κέντρον, απέχον κατά το αυτό μέτρον από τα άκρα, πρέπει να θεωρήται ότι είναι εις αντίθεσιν προς πάντα. Λοιπόν, επειδή τοιούτος φύσει είναι ο κόσμος, ποίον των ειρημένων πραγμάτων θα ηδύνατό τις να θέση άνω ή κάτω χωρίς να φανή δικαίως ότι αποδίδει εις αυτό όνομα, όπερ ουδόλως αρμόζει εις αυτό; Τω όντι ο τόπος, όστις είναι εν τω μέσω του κόσμου, δεν είναι δίκαιον να λέγηται ότι φύσει είναι άνω ούτε κάτω, αλλά μόνον ότι είναι εις το μέσον, και ο εν τη περιφερεία φανερώς δεν είναι εν τω μέσω, ούτε έχει μέρος τι ιδικόν του, όπερ είναι εις αναφοράν, διάφορον αλλού μέρους προς το μέσον ή προς άλλο, όπερ κείται εις αντίθεσίν προς αυτό34. Και όταν τι είναι φύσει πανταχόθεν ομοιόμορφον, ποία ονόματα εναντία αποδίδων τις εις αυτό και τίνι τρόπω θα ηδύνατο να νομίζη ότι λέγει ορθά; Διότι, και αν 63. | υπήρχεν εις το κέντρον του παντός στερεόν σώμα ισόρροπον, ουδέποτε θα ηδύνατο να φερθή εις κανέν των άκρων, αφού ταύτα είναι πανταχόθεν όμοια. Αλλά και αν τις ήθελε πορευθή πέριξ αυτού κυκλικώς σταματών πολλάκις αντίπους, τον αυτόν τόπον αυτού θα έλεγεν εκάστοτε άνω και κάτω. Τω όντι, επειδή, ως είπομεν ήδη, το όλον είναι σφαιροειδές, δεν είναι φρονίμου ανθρώπου ίδιον να λέγη, ότι τόπος τις αυτού κείται κάτω, άλλος δε άνω. Πόθεν δ' ελήφθησαν τα ονόματα ταύτα, και εις ποία πράγματα αποδίδοντες αυτά συνηθίσαμεν εξ αιτίας αυτών διαιρούντες και τον κόσμον όλον ομοίως να ομιλώμεν περί αυτού, πρέπει περί τούτου να συνεννοηθώμεν ορμώμενοι εκ των ακολούΒ. | θων αρχών. Εάν εις τον τόπον του σύμπαντος, τον οποίον η φύσις του πυρός κατέλαβεν35 ιδία, όπου και είναι συνηθροισμένον το μεγαλύτερον μέρος αυτού, προς το οποίον φέρεται παν άλλο πυρ, αναβάς τις εις εκείνον τον τόπον και έχων δύναμιν εις τούτο, ήθελεν αφαιρέσει μέρη του πυρός τούτου και θέσας εις τας πλάστιγγας ήθελε τα ζυγίσει, καθ' όσον ήθελεν ανυψοί τον ζυγόν και έλκει το πυρ διά της βίας εις τον ανόμοιον προς αυτό αέρα, είναι φανερόν ότι η μικροτέρα μερίς θα υπεχώρει εις την C. | δύναμιν του ευκολώτερον μεγαλυτέρου36. Διότι, όταν δύο πράγματα ανυψώνται ομού από μίαν μόνην δύναμιν, κατ' ανάγκην το μικρότερον υποχωρεί εις την βίαν περισσότερον, το δε μεγαλύτερον ανθιστάμενον υποχωρεί ολιγώτερον, και το μεν πολύ λέγεται βαρύ και ότι φέρεται κάτω, το δε σμικρόν λέγεται ελαφρόν και ότι φέρεται άνω. Το αυτό τούτο δυνάμεθα να εύρωμεν και ενεργούντες επί του τόπου τούτου ημών. Ιστάμενοι δηλαδή επί της γης, όταν εις διαφόρους πλάστιγγας ζυγίζωμεν γεώδεις ουσίας, ενίοτε δε και αληθινήν γην, τας σύρομεν διά της βίας και παρά φύσιν εις τον αέρα, όστις είναι ανόμοιος με αυτάς, ενώ D. | και αύτη και εκείνη (η γη) τείνουσι προς το όμοιον αυτών· αλλά τότε το μικρότερον ευκολώτερον του μεγαλυτέρου υποχωρεί εις το βιάζον αυτό και πορεύεται προς το ανόμοιον· λοιπόν τούτο ονομάζομεν ελαφρόν, το δε μέρος προς το οποίον το βιάζομεν καλούμεν άνω, το δε εναντίον πάθος καλούμεν βαρύ και τον τόπον κάτω. Ότι δε ταύτα έχουσιν αναφοράν διάφορον μεταξύ των συμβαίνει κατ' ανάγκην, διότι η αρχική μάζα εκάστου στοιχείου κατέχει τόπον διάφορον και εναντίον του των άλλων. Τω όντι εκείνο, όπερ είς τινα τόπον είναι ελαφρόν αναφορικώς προς εκείνο, όπερ είναι ελαφρόν εις αντίθετον τόπον, και το βαρύ αναφορικώς προς το βαρύ και το κάτω προς το κάτω και το άνω προς το άνω, όλα Ε. | ταύτα θα ευρεθώσιν ότι και συμβαίνουσι και είναι μεταξύ των εναντία και πλάγια και όλως διάφορα37. Το εξής όμως πρέπει να διανοώμεθα περί όλων αυτών, ότι δηλ. η τάσις προς το συγγενές η υπάρχουσα εις όλα κάμνει (να καλώμεν) βαρύ το φερόμενον σώμα, και κάτω τον τόπον εις τον οποίον φέρεται το τοιούτον, τα δε έχοντα εναντίαν διεύθυνσιν λαμβάνουσιν εναντία ονόματα. Περί των παθημάτων λοιπόν τούτων ας είναι αύται αι αιτίαι, τας οποίας ημείς προβάλλομεν.
Την αιτίαν δε της εντυπώσεως του λείου και του τραχέος, πας οιοσδήποτε, προσέξας μόνον, δύναται και εις άλλον να είπη 64. | αυτήν, είναι δηλ. σκληρότης ηνωμένη με ανωμαλίαν, του λείου δε αιτία είναι ομαλότης ηνωμένη με πυκνότητα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVII
Περί των παθών εν γένει. Εντυπώσεις ευάρεστοι ή δυσάρεστοι ή ουδέτεραι.
Μέγιστον δε μας υπολείπεται ακόμη περί των παθημάτων των κοινών εις όλον το σώμα (να ίδωμεν) το αίτιον της ηδονής και της λύπης και εις όσα παθήματα εξητάσαμεν ήδη, και εις όσα παράγοντα αισθήσεις εις τα ιδιαίτερα μέρη του σώματος έχουσιν ως επακόλουθα αυτών συνάμα λύπας και ηδονάς38. Ας θεωρήσωμεν λοιπόν κατά τον ακόλουθον τρόπον τας αιτίας τας σχετικάς προς παν πάθημα αισθητόν ή μη αισθητόν39 ενθυμούμενοι πώς διεκρίναμεν περί της φύσεως της ευκινήτου και της δυσκινήτου· διότι τοιουτοτρόπως πρέπει να επιδιώξωμεν παν πράγμα, το οποίον επιθυμούμεν να συλλάβωμεν. Τω όντι, το φύσει ακίνητον όργανον, όταν και σμικρόν πάθημα συμβή εις αυτό, το μεταδίδει κυκλικώς, διότι τα μέρη διαδοχικώς το αναπλάττουσι, μέχρις ου ελθόντα εις την συνείδησιν εξαγγείλωσιν εις αυτήν την δύναμιν του ενεργήσαντος αιτίου. Το εναντίον του όμως, επειδή είναι στάσιμον και δεν προβαίνει δι' ουδενός κύκλου, δέχεται μόνον την εντύπωσιν, αλλά δεν κινεί κανέν άλλο πράγμα C. | πλησίον. Ώστε, επειδή μέρη δεν μεταδίδουσιν εις άλλα μέρη την πρώτην εντύπωσιν, ήτις εις αυτά μένει ακίνητος και δεν μεταδίδεται εις το όλον ζώον, το παθόν την εντύπωσιν δεν την αισθάνεται. Και τούτο συμβαίνει εις τα οστά και εις τας τρίχας και εις όσα άλλα μέρη έχομεν εντός ημών, τα οποία αποτελούνται κατά το πλείστον εκ γης. Το πρότερον δε λεχθέν εφαρμόζει εις την όψιν προ πάντων και την ακοήν, διότι εις ταύτας υπάρχει μεγίστη ενέργεια πυρός και αέρος.
Την ηδονήν δε και την λύπην τοιουτοτρόπως πρέπει να νοώD. | μεν: η εντύπωσις η βιαία και παρά φύσιν γινομένη αιφνιδίως είναι αλγεινή, η δε επανερχομένη πάλιν αιφνιδίως εις την φύσιν ημών είναι ηδεία, η δε ενεργούσα ηρέμα και κατ' ολίγον δεν είναι αισθητή. Το εναντίον δε συμβαίνει εις τας εναντίας τούτων εντυπώσεις. Πάσαι δε αι γινόμεναι μετ' ευκολίας είναι μεν λίαν αισθηταί, αλλά δεν παράγουσιν ούτε ηδονήν ούτε λύπην, καθώς είναι αι εντυπώσεις της όψεως, η οποία την ημέραν, ως είπομεν Ε. | πρότερον, γίνεται σώμα συγγενές με ημάς40. Εις την όψιν τω όντι αι τομαί και τα καύματα και αι εντυπώσεις αι άλλαι, όσας δέχεται, δεν προξενούσι λύπας, ούτε πάλιν ηδονάς, όταν αύτη επανέρχεται εις την προτέραν κατάστασιν αυτής, αλλά μόνον μέγιστα και σαφέστατα αισθήματα, και καθ' όσον αυτή παθαίνεται, και καθ' όσον αυτή κινείται να ενεργήση επί άλλων πραγμάτων, (σ.45 C). Διότι ουδεμία υπάρχει βία ούτε εις την διαστολήν ούτε εις την συστολήν της όψεως. Τα σώματα όμως τα αποτελούμενα εκ μεγαλυτέρων του πυρός μερών δυσκόλως υποχωρούντα εις το ενεργούν 65. | αίτιον αλλά διαδίδοντα εις το όλον τας κινήσεις, έχουσιν ηδονάς και λύπας, λύπας μεν όταν αλλοιούνται, ηδονάς δε όταν επανέρχωνται εις την πρώτην κατάστασιν αυτών. Όσα δε όργανα ολίγον κατ' ολίγον πάσχουσι τους αποχωρισμούς και τας κενώσεις αυτών, τας δε πληρώσεις διά μιας και αφθόνους, την κένωσιν μη αισθανόμενα, την πλήρωσιν όμως αισθανόμενα, λύπας μεν δεν γεννώσιν εις το θνητόν μέρος της ψυχής, ηδονάς όμως μεγίστας. Και ταύτα είναι φανερά ως προς τας καλάς οσμάς41. Όσα δε όργανα αλλοιούνται αίφνης, μόλις δε και κατ' ολίγον αποκαθίστανται εις την προτέραν κατάστασίν των, παράγουσι πάντα φαινόμενα εναντία προς τα πρώτα· και τούτο είναι φανερόν εις τα καύματα και τας πληγάς του σώματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXVIII
Αι εντυπώσεις της γεύσεως. Το στρυφνόν και αυστηρόν, το τραχύ και δριμύ, το πικρόν και γλυκύ κ.λ.
Και περί μεν των κοινών εις όλον το σώμα εντυπώσεων και περί των ονομάτων των διδομένων εις τα πράγματα τα παράγοντα αυτάς αρκετά ελέχθησαν. Όσα δε πάθη συμβαίνουσιν εις μεμονωμένα μέρη ημών, τας εντυπώσεις και τας αιτίας τας παραγούσας αυτά, ταύτα πρέπει να προσπαθήσωμεν να είπωμεν αν δυνάC. | μεθα. Πρώτον λοιπόν πρέπει να εξηγήσωμεν, όσον είναι δυνατόν, εκείνο το οποίον ομιλούντες πρότερον περί των χυμών, έχομεν παραλίπει, δηλαδή τα παθήματα τα οποία είναι ίδια της γλώσσης. Και ταύτα δε φαίνονται ότι συμβαίνουσιν, όπως και τα περισσότερα εκ των άλλων, διά συγκρίσεων (συστολών) και διακρίσεων (διαστολών), και εκτός τούτων έχουσι ταύτα περισσότερον των άλλων τραχύτητας και λειότητας. Διότι όλα τα γεώδη μέρη, τα εισερχόμενα όπου είναι αι μικραί φλέβες, αίτινες ως D. | δοκιμαστήρια της γλώσσης εκτείνονται42 μέχρι της καρδίας, πίπτοντα εις τα υγρά και μαλακά μέρη της σαρκός και διαλυόμενα συστέλλουσι τας μικράς φλέβας και τας αποξηραίνουσι, και εκείνα άτινα είναι τραχύτερα φαίνονται στρυφνά, τα δε ολιγώτερον στρυφνά φαίνονται τραχέα. Εκείνα δε εξ αυτών, τα οποία είναι καθαρτικά και αποπλύνουσιν όλα τα περί την γλώσσαν, όταν κάμνωσι τούτο πέραν του μέτρου και προσκολλώνται ούτως, ώστε να φθείρωσι αυτήν την γλώσσαν, οποία είναι η ενέργεια του νίΕ. | τρου, πάντα τα τοιαύτα καλούνται πικρά. Εκείνα δε τα οποία έχουσι μικροτέραν την δύναμιν του νίτρου και ενεργούσι τον καθαρισμόν μετά μέτρου, μας φαίνονται αλυκά (σάλτσαι) άνευ πολύ μεγάλης πικρίας και μάλλον ευάρεστα. Εκείνα δε εις τα οποία μετεδόθη η θερμότης του στόματος και έγειναν λεία υπό τούτου, επειδή πυρούνται και πάλιν δε αυτά καίουσι το θερμάναν αυτά στόμα και υπό της ελαφρότητος φέρονται άνω προς τας αισθήσεις της κεφαλής και κόπτουσι πάντα όσα τύχωσι, διά 66. | ταύτας τας δυνάμεις των ωνομάσθησαν δριμέα. Όσα δε αυτών έγειναν ήδη λεπτά υπό της σήψεως και εισδύουσιν εις τας στενάς φλέβας, ευρισκόμενα ως προς τα γεώδη μέρη και τα του αέρος, όσα υπάρχουσιν εκεί, εις αναλογίαν τοιαύτην, ώστε να κινώσι τα μεν πέριξ των δε, και να τα κάμνωσι να αναμιγνύωνται, και αναμιγνυόμενα να εμπίπτωσι και να εισδύωσι τα μεν εις τα δε, ώστε να παράγωσιν άλλα κοιλώματα εκτεινόμενα πέριξ Β. | των εισερχομένων εις τας φλέβας, τα οποία επειδή απλούται πέριξ του αέρος κοίλη υγρασία άλλοτε μεν γεώδης, άλλοτε δε καθαρά, γίνονται αγγεία υγρά εξ αέρος ή ύδατα κοίλα και στρογγύλα – εκείνα μεν της καθαράς υγρότητος είναι διαρκή και έχουσιν όνομα πομφόλυγες, τα δε της γεώδους κινουμένης και υψουμένης καλούνται ζέσις και ζύμωσις. Το αίτιον δε των παθών τούτων καλείται οξύ. Η εναντία δε εντύπωσις εις όλα τα C. | ειρημένα περί τούτων γεννάται εξ εναντίας αιτίας. Και οσάκις τα εισερχόμενα εις το στόμα, χυνόμενα εις τα υγρά αυτού και όντα φύσει συγγενή με τας ιδιότητας της γλώσσης, κάμνουσι λείον διά της επαλείψεως ό,τι είναι τραχύ, τα δε παρά φύσιν συντεθέντα ή χυμένα άλλα μεν πιέζουσι, άλλα δε χαλαρούσι, και κάθε πράγμα όσον είναι δυνατόν αποκαθιστώσι σύμφωνον με την φύσιν του, ευάρεστον και αγαπητόν εις πάντας υπάρχον παν τοιούτον θεραπευτικόν των βιαίων εντυπώσεων καλείται γλυκύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIX
Περί οσφρήσεως. Ατέλειαι των αισθημάτων τούτων. Γένεσις αυτών. Ευάρεστοι και δυσάρεστοι οσμαί. Περί ακοής. Είδη του ήχου.
`D. | Και περί μεν τούτων (των χυμών) αρκούσι τα ειρημένα.
Περί δε της λειτουργίας των μυκτήρων είδη μεν δεν διακρίνονται.
Διότι παν το γένος των οσμών είναι ατελές, και ουδέν είδος43 έχει τοιαύτην αναλογίαν, ώστε να έχη πάντως μίαν οσμήν. Αι φλέβες ημών εις τα μέρη ταύτα είναι πεπλασμέναι λίαν στεναί ως προς τα είδη της γης και του ύδατος, και λίαν ευρείαι ως προς τα του πυρός και του αέρος. Διά τούτο ουδείς ουδέποτε ησθάνθη οσμήν τινα αυτών, αλλά αι οσμαί γίνονται από πράγματα, τα Ε. | οποία ή βρέχονται ή σήπονται ή διαλύονται ή εξατμίζονται.
Διότι όταν το ύδωρ μεταβάλλεται εις αέρα και ο αήρ εις ύδωρ, διαρκούσης της μεταβολής γίνονται αι οσμαί και είναι όλαι ή καπνός ή νέφος (ατμός)44. Εκ τούτων δε εκείνο, όπερ εξ αέρος μεταβαίνει εις ύδωρ, είναι νέφος, εκείνο δε όπερ εξ ύδατος εις αέρα είναι καπνός. Όθεν όλαι αι οσμαί είναι λεπτότεραι του ύδατος και παχύτεραι του αέρος. Τούτο δε γίνεται φανερόν, όταν τεθή κώλυμα τι εις την αναπνοήν45 και έλκη τις διά βίας εις εαυτόν την πνοήν, διότι τότε ουδεμία οσμή στραγγίζεται δι' αυτού, ο αήρ δε μόνος, εστερημένος οσμής, υποχωρεί εις την προσ67. | πάθειαν (εισπνέεται). Διά ταύτα λοιπόν αι ποικιλίαι των οσμών δεν έλαβον ονόματα, επειδή δεν αποτελούνται ούτε εκ πολλών ειδών ούτε εξ' απλών ειδών, αλλά διττώς μόνα καλούνται, φανερά όντα, το ευάρεστον και το δυσάρεστον, εκ των οποίων τούτο μεν βιάζει και κάμνει τραχείαν όλην την κοιλότητα την μεταξύ της κεφαλής και του ομφαλού ημών46, το άλλο δε καταπραΰνει και πάλιν εις την φυσικήν κατάστασιν αγαπητώς επαναφέρει αυτήν.
Πρέπει τώρα να εξετάσωμεν τρίτον είδος αισθήσεων, το της Β. | ακοής και να είπωμεν διά ποίας αίτιας γεννώνται αι σχετικαί εντυπώσεις. Εν γένει λοιπόν ας θέσωμεν, ότι ο ήχος είναι το πλήγμα, το οποίον διά μέσου των ώτων υπό του αέρος, του εγκεφάλου και του αίματος47 διαδίδεται μέχρι της ψυχής, και ότι η κίνησις η υπό του πλήγματος γινομένη, από της κεφαλής αρχίζουσα και καταλήγουσα εις την έδραν του ήπατος, είναι το αίσθημα της ακοής. Και η μεν ταχεία κίνησις είναι ο οξύς ήχος, η δε βραδυτέρα είναι ο βαρύτερος48, η δε ομοιόμορφος είναι ο C. | ομαλός και λείος, η δε εναντία ο τραχύς, η δε μεγάλη ο ισχυρός και η εναντία είναι ο μικρός, ως προς δε τας συμφωνίας αυτών ανάγκη να ομιλήσωμεν βραδύτερον.