Faqat Litresda o'qing

Kitobni fayl sifatida yuklab bo'lmaydi, lekin bizning ilovamizda yoki veb-saytda onlayn o'qilishi mumkin.

Kitobni o'qish: «Πολιτεία, Τόμος 2»

Shrift:

ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'

– Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα οποία, καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν πρέπει να ακούουν ευθύς από την παιδικήν των ηλικίαν οι άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των αγάπην και ομόνοιαν. – Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα παρεδέχθημεν επ’ αυτού του αντικειμένου.

– Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται καθόλου τον θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη ανδρείος, εάν έχη μέσα του αυτόν τον φόβον; – Όχι, μα την αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. – Τι δε; όταν ένας άνθρωπος πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου, νομίζεις ότι θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να νικηθή και να γίνη δούλος; – Διόλου. – Καθήκον μας λοιπόν είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την προσοχήν μας και εις όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να συστήσωμεν εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη, αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. – Πρέπει πράγματι. – Ας εξαλείψωμεν λοιπόν από την ποίησιν όλα τα τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους·

Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος

ενός φτωχού —

παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους·

και αυτούς·

Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων

ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν.

και τους εξής·

Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει

κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει·

και το

Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε·

και

απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη

μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της·

και

η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα

στη γης εχάθη τρίζοντας·

και τέλος

Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου

τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση

και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη,

έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.

Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ' όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει ολιγώτερον να τα ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι, φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

– Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους Κοκυτούς, τας Στύγας, τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν· ίσως και αυτά να έχουν την χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο· αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν περισσότερον του δέοντος ευαίσθητοι και μαλακοί. – Και είναι σωστός αυτός ο φόβος. – Ώστε πρέπει να τα αφαιρέσωμεν; – Ναι. – Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον αντίθετον τύπον και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. – Φανερόν. – Θα αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που βάζουν κάποτε εις το στόμα των εξόχων ανδρών. – Κατ' ανάγκην, με εκείνα τα προηγούμενα. – Ας εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς θα τα αφαιρέσωμεν· λέγομεν λοιπόν, ότι ένας άνθρωπος σοφός δεν θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν, του οποίου είναι και φίλος. – Μάλιστα. – Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη και να τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. – Όχι βέβαια. – Ακόμη λέγομεν, ότι ο σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’ όλους ολιγώτερον καμμίαν ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. – Αληθώς. – Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. – Διόλου πράγματι. – Επομένως και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με μεγάλην καρτερίαν να το υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία τέτοια συμφορά. – Πολύ σωστά. – Σωστά λοιπόν και ημείς αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας σπουδαίας, και εις τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην το καταδέχωνται να κάμνουν τα ίδια με αυτούς εκείνοι που τους προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα παρακαλέσωμεν λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι

πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο

και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος

πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι·

ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να την χύνη στην κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως τον παρέστησεν εκείνος· μήτε τον Πρίαμον, άνθρωπον σχεδόν ίσον με τους θεούς, να κυλίεται καταγής εις την κόπρον και να παρακαλή

και να εξορκίζη όλους των με τα ονόματά τους·

πολύ δε περισσότερον θα τους παρακαλέσωμεν να μη παριστάνουν τουλάχιστον τους θεούς να οδύρωνται και να λέγουν

ωιμένα, η δόλια!

που για κακό μου εγέννησα το πιο άξιο παλληκάρι·

και αν τους άλλους τους θεούς, μα όχι επί τέλους και τον μεγαλύτερόν τους να τολμήση να τον παραστήση τόσον ανόμοια, ώστε να λέγη

αλλοίμονο! έναν παγαπώ βλέπω να κυνηγιέται

στο κάστρον ολοτρόγυρα και μέσα κλαί' η καρδιά μου·

και αλλού πάλιν

Ωιμένα! νά που ο Σαρπηδών, που πλιο αγαπάω απ’ όλους

να σκοτωθή απ’ τον Πάτροκλο έτσι το θέλει η μοίρα.

Διότι αν, αγαπητέ μου Αδείμαντε, τα ακούουν εις τα σοβαρά οι νέοι μας τα τοιαύτα και δεν τα περιγελούν ως ανάξια να λέγωνται, θα καταντήση να μη το θεωρούν ανάξιον να τα κάμνουν και οι ίδιοι, αφού μάλιστα είναι άνθρωποι επί τέλους αυτοί· και δεν θα το νομίσουν άξιον μομφής αν τους συμβή να ειπούν ή να κάμουν τίποτε τοιούτον· αλλά χωρίς καμμίαν εντροπήν και από λιποψυχίαν θα αρχίζουν διά τα μικρότερα παθήματα να ψάλλουν οδυρμούς και θρήνους. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον. – Δεν πρέπει όμως να συμβή αυτό, όπως μας το απέδειξεν η λογική μας, την οποίαν πρέπει να πιστεύσωμεν, έως ότου τουλάστον μας πείσουν με άλλην καλυτέραν. – Αναμφιβόλως.

– Προσέτι, λέγω, δεν πρέπει να είναι και φιλόγελοι οι θεοί· διότι, όταν κανείς παραδοθή εις υπερβολικόν γέλωτα, το τοιούτον επιφέρει και μεγάλην αλλοίωσιν εις την ψυχήν. – Μου φαίνεται και εμένα. – Δεν θα το παραδεχθώμεν λοιπόν, όταν κανείς παρουσιάζη ανθρώπους σπουδαίους να κυριεύωνται από τον γέλωτα, πολύ δε ολιγώτερον θεούς. – Και βεβαίως. – Ούτε όταν λέγη ο Όμηρος

και γέλοιο ακράτητο έπιασε θεούς τους αθανάτους

σαν είδανε τον Ήφαιστο κουτσά να λαχανιάζη,

δεν πρέπει βέβαια να το παραδεχθώμεν, σύμφωνα με τον λόγον σου. – Αφού θέλεις να τον θεωρήσης ιδικόν μου.. αλλά βέβαια και δεν πρέπει να το παραδεχθώμεν. – Πρέπει όμως ακόμη να σεβασθώμεν και την αλήθειαν διότι, αν είχαμεν δίκαιον, όταν ελέγαμεν προ ολίγου ότι το ψεύδος είναι όλως διόλου άχρηστον εις τους θεούς, και το πολύ μόνον εις τους ανθρώπους χρήσιμον ενίοτε εν είδει φαρμάκου, φανερόν ότι μόνον εις τους ιατρούς πρέπει να επιτρέψωμεν την χρήσιν του και εις κανένα άλλον. – Μάλιστα. – Μόνον λοιπόν εις τους άρχοντας της πόλεως θα δώσωμεν αποκλειστικώς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται το ψεύδος απέναντι των εχθρών ή και αυτών των πολιτών, προς όφελος της πόλεως, εις όλους δε τους άλλους θαπαγορεύεται· προς τους άρχοντας μάλιστα να ειπή ψεύμα ένας απλούς πολίτης, θα το θεωρήσωμεν μεγαλύτερον αμάρτημα, παρά να εξαπατήση ένας άρρωστος τον ιατρόν του, ή ένας γυμναζόμενος να αποκρύψη εάν έχη κανένα πάθημα το σώμα του από τον γυμναστήν, ή ένας ναύτης από τον κυβερνήτην την κατάστασιν εις την οποίαν ευρίσκεται το πλοίον ή το πλήρωμα. – Σωστότατα. – Εάν λοιπόν ο άρχων συλλάβη κανένα εις την πόλιν να ψεύδεται από εκείνους που εξασκούν οιονδήποτε επάγγελμα,

αν είναι μάντις ή γιατρός ή ξυλουργός τεχνίτης,

θα τον τιμωρήση αυστηρότατα, επειδή εισάγει εις την πόλιν πράγμα που ημπορεί, ως να ήτο πλοίον, να την αναποδογυρίση και να την καταβυθίση. – Εάν τουλάχιστον ήθελον προστεθή εις τους λόγους και έργα. – Δεν θα λάβωμεν δε ακόμη ανάγκην και της εγκρατείας διά την νεολαίαν μας; – Πώς όχι; – Η δε εγκράτεια δεν έγκειται ως επί το πλείστον εις τα τοιαύτα: να υπακούωμεν εις τους άρχοντας, να μην αφήνωμεν να μας κυριεύη η γαστριμαργία και η φιλοποσία, και να χαλιναγωγούμεν τας ορμάς των αισθήσεων; – Μου φαίνεται. – Θα επιδοκιμάζωμεν λοιπόν εις τον Όμηρον εκείνα που λέγει ο Διομήδης:

φίλε μου, κάθου φρόνιμα, κι άκου το τι σου λέω·

και παρακάτω:

δίχως μιλιά, απ’ το σεβασμό που είχαν στους αρχηγούς των

και όσα άλλα τέτοια. – Θα τα επιδοκιμάσωμεν. – Αλλά το ίδιον θα ειπούμεν και δι’ αυτά τα άλλα:

Μεθύστακα, πόχεις καρδιά ελαφιού και μάτια σκύλου·

και δι’ όσα λέγει αμέσως κατόπιν, και εν γένει δι’ όλους αυτούς τους παλληκαρισμούς που εκστομίζουν κατά των αρχόντων οι απλοί πολίται, είτε εις την ποίησιν είτε εις τον πεζόν λόγον; – Όχι βέβαια. – Επειδή, νομίζω, δεν είναι κατάλληλοι αυτοί οι λόγοι να εμπνεύσουν την αγάπην της εγκρατείας εις τους νέους· εάν δε τους εμπνέουν άλλα αισθήματα, αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξον· ή πώς σου φαίνεται; – Όπως το λέγεις.

– Τι δε; να παριστά ένα σοφώτατον άνθρωπον λέγοντα, ότι τίποτε δεν του αρέσει περισσότερον παρά όταν είναι φορτωμένα τα τραπέζια·

φαγιά και κρέατα, και κρασί να πιάνη απ’ τον κρατήρα

ο κεραστής κι ολόγυρα να χύνη στα ποτήρια,

νομίζεις ότι είναι κατάλληλα αυτά διά να παρασκευάσουν τους νέους εις την εγκράτειαν; ή το εξής:

κ’ είν' ο πιο άθλιος θάνατος σαν έρχετ' απ’ την πείνα

ή όταν παριστά τον Δία να λησμονή, από την υπερβολικήν του ακρασίαν, τας αποφάσεις που έλαβεν αγρυπνών μόνος αυτός, ενώ όλοι οι άλλοι θεοί και άνθρωποι εκοιμώντο, και να παραφερθή τόσον πολύ εις μόνην την θέαν της Ήρας, ώστε να μη θέλη καν ν' αποσυρθούν εις τον κοιτώνα των, αλλ' εκεί κατά γης να ικανοποιήση την επιθυμίαν του και να λέγη ότι ουδέποτε ησθάνθη τόσον σφοδρόν πάθος προς αυτήν, ούτε ότε ακόμη διά πρώτην φοράν ήρχισαν τας σχέσεις των, &κρυφά από τους γονιούς των&· ή όταν διηγήται το επεισόδιον του Άρεως και της Αφροδίτης, που τους συνέλαβεν ο Ήφαιστος εις τα δίκτυά του διά παρομοίους λόγους; – Πράγματι, καθόλου δεν μου φαίνονται κατάλληλα. – Αλλ' όπου μας παρουσιάζουν παραδείγματα γενναιότητος και καρτεροψυχίας είτε εις τους λόγους είτε εις τας πράξεις γενναίων ανδρών, τότε βέβαια και να τους θαυμάζωμεν και να τους ακούωμεν, όπως παραδείγματος χάριν το εξής:

κ’ εχτύπησε το στήθος του κ’ έτσ' είπε της καρδιάς του·

βάστα καμένη μου καρδιά, κι άλλα χειρότερα είδες.

– Βεβαιότατα. – Δεν θα επιτρέψωμεν όμως ακόμη να είναι οι πολεμισταί μας φιλοχρήματοι και να διαφθείρωνται με δώρα. – Διόλου. – Ούτε θα τους ψάλλωμεν ότι:

τα δώρα πείθουν τους θεούς, πείθουν τους βασιλιάδες·

ούτε θα επαινέσωμεν ως αξιοσυστάτους τας συμβουλάς που έδιδεν ο Φοίνιξ ο παιδαγωγός του Αχιλλέως εις αυτόν, να βοηθήση μεν τους Αχαιούς αν λάβη δώρα, αν όμως δεν λάβη, να μη παραιτήση τον θυμόν του· ούτε εις τον ίδιον τον Αχιλλέα θα κάμωμεν αυτήν την αδικίαν, να τον παραδεχθούμεν τόσον φιλοχρήματον, ώστε να λάβη δώρα παρά του Αγαμέμνονος, ή να δεχθή εξαγοράν διά να παραδώση ένα πτώμα. – Βεβαίως δεν είναι δίκαιον να τα επαινούμεν αυτά. – Εντρέπομαι δε διά λογαριασμόν του Ομήρου να λέγω, ότι είναι και ασεβή όσα αναφέρει περί του Αχιλλέως, εκείνα προ πάντων που είπε προς τον Απόλλωνα:

κανείς απ’ όλους τους θεούς δεν είν' κακώτερός σου,

Εκάεργε, μα θα σώδειχτα κ’ εγώ, αν ημπορούσα

και εκεί, όπου δεικνύει όλην του την περιφρόνησιν και είναι έτοιμος να προσβάλη τον ποταμόν Ξάνθον, που ήτο θεός· και πάλιν διά την κόμην του, την οποίαν είχε κάμη τάξιμον άλλου ποταμού, του Σπερχειού, να λέγη:

την κόμη μου στον Πάτροκλο τον ήρωα θα προσφέρω,

ο οποίος Πάτροκλος ήτο νεκρός· και δεν πρέπει να πιστεύσωμεν ότι έκαμε τοιούτον πράγμα, ούτε ότι έσυρε τον νεκρόν του Έκτορος γύρω εις το μνήμα του φίλου του, ούτε ότι έσφαξε τους αιχμαλωτισθέντας Τρώας επί της πυράς του· όλα αυτά θα επιμένωμεν ότι δεν είναι αληθινά και ούτε θα επιτρέψωμεν εις τους ιδικούς μας να πιστεύσουν, ότι ο Αχιλλεύς, υιός θεάς και του Πηλέως, ανθρώπου σωφρονεστάτου και συγχρόνως εγγόνου του Διός, o Aχιλλεύς, λέγω, μαθητής του σοφωτάτου Χείρωνος, ήτο τόσον ανισόρροπος, ώστε να έχη εις την ψυχήν του δύο πάθη όλως διόλου εναντία προς άλληλα, μίαν ταπεινήν φιλοχρηματίαν αφ' ενός, και μίαν υψηλοφροσύνην αφ' ετέρου, η οποία δεν ελογάριαζε ούτε θεούς ούτε ανθρώπους. – Σωστά λέγεις.

– Ας μη πιστεύωμεν λοιπόν ακόμη, ούτε ν' αφήνωμεν να λέγουν, ότι ο Θησεύς, υιός του Ποσειδώνος και ο Πειρίθους, υιός του Διός, επεχείρησαν την ιερόσυλον εκείνην απαγωγήν, που τους αποδίδουν, ούτε ότι άλλος κανείς υιός θεού και ήρως ετόλμησε να διαπράξη τας σκληρότητας και τας ασεβείας, με τας οποίας ψευδώς τώρα τους δυσφημίζουν· αλλά να αναγκάσωμεν τους ποιητάς ή να τας αναιρέσουν, ή να μη λέγουν ότι είναι τέκνα θεών· και να μην επιχειρούν να πείθουν τους νέους μας και τα δύο, ότι οι θεοί γεννούν τοιαύτα τέκνα και ότι οι ήρωες δεν είναι διόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους· διότι, όπως ελέγαμεν προηγουμένως, ούτε όσια ούτε αληθινά είναι αυτά· επειδή απεδείξαμεν βεβαίως, ότι είναι αδύνατον να προέρχωνται κακά από τους θεούς. – Μάλιστα. – Προσέτι δε, ότι είναι και βλαβερά εις τους ακούοντας· επειδή ο καθένας θα δικαιολογήται απέναντι του εαυτού του διά τας κακίας του, αφού θα πιστεύση ότι παρόμοια πράττουν και έπραττον και όσοι 'ναι από το σπέρμα των θεών

 
ζεστοί του Δία συγγενείς
πόχουν ψηλά στον ουρανό
του Δία του πατέρα τους βωμό
πάνω στης Ίδας την κορφή,
και τρέχει μες στις φλέβες των
ακόμη το αίμα των θεών.
 

Δι’ όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους ας καταργήσωμεν αυτούς τους μύθους, μήπως καταστήσουν ευεπιφόρους τους νέους μας εις την πονηρίαν. – Σύμφωνος. Αφού λοιπόν τώρα ορίζομεν ποίους πρέπει να επιτρέπωμεν και ποίους όχι, υπολείπεται ακόμη κανένα είδος, περί του οποίου να ομιλήσωμεν; διότι τι πρέπει να λέγεται περί των θεών και των θείων και των ηρώων και του Άδου, το καθωρίσαμεν πλέον. – Μάλιστα. – Δεν θα μας υπελείπετο λοιπόν τώρα να ομιλήσωμεν και περί των ανθρώπων; – Μου φαίνεται. – Αλλά, φίλε μου, αυτό είναι αδύνατον επί του παρόντος. – Διατί; – Διότι θα είπωμεν, νομίζω, ότι οι ποιηταί και οι μυθογράφοι πραγματεύονται πολύ κακά το ζήτημα τούτο, όταν λέγουν, ότι υπάρχουν πολλοί άδικοι μεν, ευτυχείς όμως, και απεναντίας πολλοί δίκαιοι δυστυχείς, ότι η αδικία ωφελεί, όταν κατορθώνη να αποκρύπτεται, ότι η δικαιοσύνη είναι καλόν διά τον άλλον, όχι όμως και δι’ εκείνον που την εξασκεί και αυτά μεν θα τους απαγορεύσωμεν να τα λέγουν, θα τους επιβάλωμεν δε να ψάλλουν και να μυθολογούν όλως διόλου τα εναντία· δεν είναι αλήθεια; – Και πολύ μάλιστα. – Τότε λοιπόν, αν παραδεχθής πως έχω δίκαιον εις τούτο, θα συμπεράνω, ότι είσαι πλέον σύμφωνος μαζί μου δι’ όσα απ’ αρχής συζητούμεν. – Είναι σωστή η παρατήρησίς σου. – Ας αναβάλωμεν λοιπόν να καθορίσωμεν τι πρέπει να λέγωμεν εν σχέσει προς τους ανθρώπους, αφού προηγουμένως εύρωμεν, ποία είναι η ουσία της δικαιοσύνης, και ότι είναι εκ φύσεως ωφέλιμος δι’ εκείνον που την εξασκεί, αδιάφορον εάν θεωρήται, ή όχι, τοιούτος. – Καλά λέγεις.

– Ετελείωσε λοιπόν το ζήτημα όσον αφορά τους λόγους· τώρα πρέπει, νομίζω, να εξετάσωμεν και περί του τρόπου του λέγειν, ούτως ώστε να γνωρίζωμεν πλέον κατά βάθος και τι πρέπει να λέγωμεν και πώς πρέπει να τα λέγωμεν.

– Δεν εννοώ τώρα τι θέλεις να ειπής, είπεν ο Αδείμαντος. – Και όμως πρέπει· αλλ' ίσως να το εννοήσης έτσι καλύτερα. Όλα όσα λέγουν οι ποιηταί και οι μυθολόγοι δεν είναι διήγησις πραγμάτων αναφερομένων είτε εις το παρελθόν, είτε εις το παρόν, είτε εις το μέλλον; – Τι άλλο βέβαια; – Και δεν μεταχειρίζονται προς τον σκοπόν των άλλοτε μεν την απλήν διήγησιν, άλλοτε δε την μιμητικήν διήγησιν, και άλλοτε πάλιν και τους δύο αυτούς τρόπους μαζί; – Σε παρακαλώ, θέλω να μου το εξηγήσης και αυτό σαφέστερα. – Αστείος διδάσκαλος φαίνεται πως θα είμαι και όχι πολύ μεταδοτικός· ας κάμω λοιπόν όπως εκείνοι που δεν έχουν και μεγάλην ευκολίαν να εκφράζωνται· θα χωρίσω ένα μέρος από το όλον και με αυτό θα προσπαθήσω να σου δώσω να εννοήσης τι θέλω να είπω· και λέγε μου, σε παρακαλώ· γνωρίζεις τους πρώτους στίχους της Ιλιάδος, όπου διηγείται ο ποιητής, ότι ο μεν Χρύσης παρακαλεί τον Αγαμέμνονα να του αποδώοη με λύτρα την θυγατέρα του, εκείνος δε ωργισμένος τον αποδιώκει, και τότε ο ιερεύς εξορκίζει τον Απόλλωνα να στρέψη την οργήν του κατά των Αχαιών, διά την άρνησιν ταύτην; – Τους γνωρίζω βέβαια. – Γνωρίζεις λοιπόν ότι μέχρι μεν των στίχων

κι όλους τους Αχαιούς παρακαλούσε,

μα ξέχωρα τους δύο τους γυιούς του Ατρέως, τους στρατηλάτες,

διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού τον νουν, ότι τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο ίδιος· τα παρακάτω όμως τα λέγει ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να φανταζώμεθα πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του Απόλλωνος· και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον σχεδόν κάμνει, και εις τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των παθημάτων. – Πράγματι. – Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί τους λόγους των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; – Πώς όχι; – Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν παραδέχεσαι ότι προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα λεγόμενά του με το πρόσωπον, το οποίον μας παρουσιάζει διά να ομιλήση; – Το παραδέχομαι· πώς όχι; – Όταν λοιπόν αφομοιώνη κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; – Βεβαίως. – Ώστε, εις αυτήν την περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί, κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την είπα προτύτερα. – Μάλιστα. – Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον εαυτόν του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως την μίμησιν· και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς, πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα λύτρα της θυγατρός του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά ως Όμηρος ακόμη, δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το ποίημα, αν και θα σου τα ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής:

«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα σπίτια τους, και να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και να σεβαστούν το Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο Αγαμέμνων αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού και η πατερίτσα του· και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε, κάτω στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν θέλη να φθάση γερός στο σπίτι του· κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε τρομάρα κ’ έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά· και αφού προχώρησε μακρυά από τα καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα τα ονόματά του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε χαρίση τίποτα για να τον ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε χτίση· για όλα αυτά λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση.»

Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς μίμησιν. – Εννοώ.

– Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, όταν ο ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και αφήνη μόνον εκείνα, που λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. – Και αυτό το εννοώ· όπως δηλαδή γίνεται εις τας τραγωδίας. – Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της ποιήσεως και της μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως είπες και συ, ένα δε άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του ποιητού· και θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους· υπάρχει δε και τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, όπως γίνεται εις την επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη ποιήσεως· με ενόησες λοιπόν; – Πώς; τώρα εννοώ τι ήθελες να ειπής τότε. – Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από αυτά, ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να εξετάσωμεν και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. – Αλλά το ενθυμούμαι.

– Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν εις τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν διήγησιν, ή εν συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το άλλο είδος, ή και θα τους απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. – Μαντεύω ποίος είναι ο σκοπός σου· να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν και την κωμωδίαν εις την πόλιν μας. – Ίσως· αλλά ίσως και κάτι περισσότερον ακόμη· διότι δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή ανέμου, εκεί θα σύρωμεν. – Και έχεις δίκαιον.

– Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι οι νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των προηγουμένων, ότι ο καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι εκείνος που καταπιάνεται με όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; – Έτσι βέβαια θα είναι. – Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της μιμήσεως· ο ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς πολλά πράγματα, όπως ένα μόνον; – Όχι βέβαια. – Πολύ ολιγώτερον λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα και να είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να ευδοκιμήση εις δύο συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως παραδείγματος χάριν η τραγωδία και η κωμωδία· ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου μιμήσεις αυτάς; – Μάλιστα· και έχεις δίκαιον εις αυτό. – Και δεν ημπορούν οι ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. – Πράγματι. – Ούτε να είναι οι ίδιοι υποκριταί και εις την τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι μιμήσεις ή όχι; – Είναι. – Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του ανθρώπου έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, ώστε να είναι αδύνατον να μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και να κάμνη επιτυχώς εκείνα που παριστάνουν αι μιμήσεις. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.

– Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, κατά την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης ενασχολήσεως, έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; – Και πολύ μάλιστα.

– Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι άνδρες, να μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα της, ή τολμά να τα βάζη με τους θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς ευτυχίας της, ή παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της· πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή και να κοιλοπονά. – Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και δούλους, που ασχολούνται εις τας εργασίας των. – Ουδέ τούτο. – Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους ταπεινούς και αθλίους, που κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα είπαμεν, να υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που συνηθίζουν και εις τους λόγους των και εις τα έργα των οι τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και προς τους άλλους· ούτε ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους και τα έργα των παραφρόνων· διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι όμως και να γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. – Πολύ σωστά. – Τι δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους κωπηλάτας επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; – Και πώς, αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα από αυτούς; – Τον δε χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των ταύρων, την βοήν των ποταμών, της θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; – Όχι βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται τους μανιακούς.

– Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος ομιλίας και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο άνθρωπος, όταν έχη τίποτε να είπη· και ένας άλλος πάλιν όλως διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν του οποίου δεν ξεκολλούν όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής άνθρωποι. – Και ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; – Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να αναφέρη πράξιν ή λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, μάλιστα όταν έχη να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την συνηθισμένην του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα υπό το κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού· όταν δε πάλιν συμπέση ο λόγος διά κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην την ακρίβειαν αυτόν τον χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να κάμνη οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν· αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ' ενός μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους, αφ' ετέρου δε διότι θα του έκαμνε κακόν να υποδύεται και αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα οποία, αν δεν επρόκειτο περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. – Πολύ φυσικά.

– Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα μετέχη μεν και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού, αλλ' ούτως ώστε η μίμησις να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του όλου λόγου· ή δεν έχω δίκαιον; – Πώς; κατ' αυτόν βέβαια τον τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. – Ώστε ο μη τοιούτος πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα πάντα, και τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του· ώστε θα το κάμη έργον του να μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν, δηλαδή τας βροντάς, τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των αξόνων και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και της σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας φωνάς των σκύλων και των προβάτων και των πτηνών και θα διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια μιμήσεως φωνών και σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. – Αυτό πραγματικώς θα γίνεται.

– Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. – Πολύ καλά. – Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον μεταβολάς, και αν κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν τον τρόπον, αλλά θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. – Έτσι είναι όπως το λέγεις. – Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να είναι σύμφωνος με την φύσιν του, επειδή έχει όλα τα διάφορα είδη των μεταβολών; – Και πάρα πολύ μάλιστα. – Αλλά όλοι οι ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται ή τον ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ των δύο; – Κατ' ανάγκην. – Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους αυτούς, ή τον ένα εκ των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; – Εάν έχη σημασίαν η ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν άνθρωπον.

– Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε ακόμη τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς και εις τον λαόν είναι ο αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες εσύ. – Είναι πράγματι.

– Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν μας την πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να συνενώνη διπλά και πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί το ιδικόν του μόνον. – Δεν ταιριάζει αλήθεια. – Δι’ αυτόν τον λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη πόλει, ο υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και κυβερνήτης συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον πολεμιστής και όχι εκτός αυτού και επιχειρηματίας; – Αλήθεια.

– Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της τέχνης να μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους μορφάς, ήρχετο εις την πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του και τα έργα του, θα τον επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν μας τοιούτος άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας· θα τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την κεφαλήν του με μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και διαδήματα· και θα αρκεσθώμεν ημείς με τον σοβαρώτερον και όχι τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος όμως θα μας είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον του χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους εκείνους που ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών μας. – Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν θα είναι εις το χέρι μας.

– Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή τελείως και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το οποίον αφορά τους λόγους και τους μύθους· διότι έχομεν καθορίση και τι πρέπει να λέγωνται και πώς να λέγωνται.

– Έτσι νομίζω και εγώ.

– Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, το οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; – Φανερόν. – Δεν ημπορεί λοιπόν άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει να είναι, εάν θέλωμεν να είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;

Yosh cheklamasi:
12+
Litresda chiqarilgan sana:
13 oktyabr 2017
Hajm:
150 Sahifa 1 tasvir
Mualliflik huquqi egasi:
Public Domain

Ushbu kitob bilan o'qiladi