Kitobni o'qish: «Μενέξενоς»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εις την σειράν των Πλατωνικών διαλόγων ο Μενέξενος έχει θέσιν μοναδικήν. Και αν, ακολουθούντες την σχολαστικήν κατάταξιν, ηθέλαμεν να τον χαρακτηρίσωμεν, δεν θα ηδυνάμεθα ούτε σωκρατικόν, ούτε μεταφυσικόν, ούτε αισθητικόν, ούτε πολιτικόν να τον ονομάσωμεν. Πολύ ολιγώτερον δεν θα ηδυνάμεθα να τον είπωμεν ηθικόν, όπως τον σημειώνει η αρχαία γραμματική παράδοσις. Διότι απλώς και μόνον είναι ο Μενέξενος θαυμάσιον σατυρικόν κομψοτέχνημα του Πλάτωνος – μία ειρωνική σάτυρα και σατυρική ειρωνεία κατά των ρητόρων εκείνης της εποχής και γενικώτερα κατά της ρητορείας μέσα εις την οποίαν εκολυμβούσαν τότε οι Αθηναίοι όλοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πολιτικοί και λαός. Η γραφομένη αττική διάλεκτος, μάλλον κατασκεύασμα των τότε ανεπτυγμένων παρά αυθόρμητη γλώσσα του λαού, σοφά ζωντανευμένη όμως με τους ιδιωτισμούς και τας ποικιλίας της εκφράσεως του Αθηναϊκού λαού, έγινε θαυμαστόν και ίσως μοναδικόν όργανον φιλοσοφικής και περιεκτικής και λογικευτικής εκφράσεως. Ο τρόπος του συνδυασμού των λέξεων και της συναρτήσεως των φράσεων, ιδίως των μετοχικών και απαρεμφατικών, καθώς και η επιτηδεία χρήσις επιρρηματικών μορίων και αφηρημένων επιθετικών προσδιορισμών, έδιδαν όλ' αυτά μαζί κάποιαν ενάργειαν εις τον ορισμόν κάθε σκέψεως και κάθε πράγματος και συνάμα κάποιαν γενικότητα χαρακτηρισμών. Ώστε από ένα βαθύγνωμον Θουκυδίδην ή από ένα σοφώτατον Πλάτωνα ή από ένα καλλιτέχνην Ξενοφώντα να διατάσσεται η Αττική έκφρασις με αρτιότητα καταπληκτικήν, άφθαστον, τελείως δε αρμονίζουσαν την έννοιαν με τον ήχον.
Ακριβώς όμως η τελειότης της Αττικής γλώσσης και η θαυμαστή φανέρωσις της τελειότητός της εις τα έργα των μεγάλων συγγραφέων και εις τους λόγους των υπερόχων πολιτικών και σοφιστών παρέσυραν τους πολλούς και τους συνήθεις εις γλωσσικήν παρεκτροπήν, ήτοι εις παιγνιώδη χρήσιν της γλώσσης δι' αντιθέσεων και διαστολών ασυνηθίστων, διά συνδυασμών και συναρτήσεων απροσδοκήτων, διά φορτικής παρεμβολής μορίων και δι' άλλων ποικίλων τρόπων φρασεολογικών. Εις τόσον δε πολύ έφθασεν η παρεκτροπή, ώστε, ως δύναται κανείς εύκολα να συμπεράνη από τας λεπτομερείας της ιστορίας των Αθηναίων εκατάντησε να πείθουν οι ρήτορες και να παρασύρουν όχι με νοήματα εμβριθή αλλά με φρασεολογίας στομφώδεις. Κ' εκατάντησεν ακόμα να εκλαμβάνεται υπό του λαού η γραμματισμένη φλυαρία αντί σοφίας και η σπουδή της ρητορικής ως ανωτέρα μόρφωσις. Το δε χειρότερον έγινεν η γλωσσομανία αίτιον, από τα κυριώτερα μάλιστα, της ελαφρογνωμίας και της απραγμοσύνης των ανθρώπων, σύγκαιρα δε της επιπολαιότητος και της ανοησίας εις την διαχείρισιν των πολιτικών πραγμάτων.
Εκείνον τον καιρόν υπήρξαν ρήτορες (αυτού του είδους), επαγγελματίαι συζητηταί των κυβερνητικών ζητημάτων και άλλοι ρήτορες φλύαροι των δικαστηρίων και άλλοι ακόμη διδάσκαλοι ρήτορες διά να πληθύνεται έτσι η ρητορευτική γενεά, παράλληλα με την άλλην εκείνην γενεάν των επαγγελματιών σοφιστών, η οποία βαθμηδόν διέστρεψε την φυσικήν αίσθησιν και την λογικήν.
Εις την ακμήν της εποχής αυτής των λόγων είχεν επιστρέψει το 389 ο Πλάτων εις τας Αθήνας, ξενιτεμμένος πριν δέκα χρόνους, αφ' όταν δηλαδή έφυγεν από τας Αθήνας αγανακτημένος και θλιμμένος διά τον τραγικόν θάνατον του Σωκράτη. Και βλέποντας τώρα ταθηναϊκά πράγματα με την ώριμον, ποικίλην δε σοφίαν του και με την γενικήν, πολύτροπον δε πείραν του αισθάνθη αγανάκτησιν και παρωξύνθη εις επίκρισιν. Έπειτα – και τούτο είναι πάντοτε ιδιάζουσα ροπή των υπερόχων – η αγανάκτησις εξετυλίχθη εις ειρωνείαν καλλιτεχνικήν και λεπτοτάτην. Αργότερα η μεγάλη και υψηλή δημιουργικότης του εφανερώθηκεν ακέραια εις την φιλοσοφίαν και εις την καθολικήν σκέψιν με τον αυτόν διαλογικόν τύπον, αλλά ποιητικώτερα και με ολιγώτερον συζητητικόν τρόπον.
Εις την πρώτην περίοδον της συγγραφικής φανερώσεως του Πλάτωνος, πριν ίσως γραφούν οι διάλογοι που απέβλεπαν εις διαιώνισιν της μνήμης του Σωκράτη και της Σωκρατικής διδασκαλίας, εγράφη πιθανώς ο Μενέξενος – διάλογος που δεν έχει τίποτε το φιλοσοφικόν, είναι δε μόνον λεπτή σάτυρα της πολιτικής ρητορείας και των τότε ρητόρων, ιδίως του Λυσία και του Ισοκράτη. Έχοντας εις τον νουν τους πολιτικούς λόγους αυτών και άλλων ρητόρων της εποχής και ανακατεύοντας σκέψεις των συνηθισμένας και φράσεις των στερεοτύπους και μιμήσεις των από την ρητορικήν του Περικλέους, χρησιμευόμενος δε υπερβολικά ως ακριβώς εκείνοι τα πολλά της Αττικής διαλέκτου μόρια (δη, τοι, μέντοι, γαρ, ουν κ. τ. λ.) όχι όπου εχρειάζετο εις το νόημα, αλλ' όπου εσυμπλήρωναν τον ήχον και τέλος σοφιστικά, όπως εκείνοι λογικευόμενος διά να συμβιβάση τασυμβίβαστα και να δικαιολογήση ταδικαιολόγητα, έγραψεν ένα λόγον επιτάφιον, εγκωμιαστικόν διά πεσόντας εις τον πόλεμον Αθηναίους. Και ως αφετηρίαν λαμβάνων τον περίφημον επιτάφιον του Περικλή, που μας τον διέσωσεν ο Θουκυδίδης εις την ιστορίαν του και που είχε χρησιμεύσει, φαίνεται, ως πρότυπον αδεξίων έπειτα μιμήσεων, κατεσκεύασε τον παραδοξότερον ίσως ρητορικόν λόγον εξ όσων ποτέ εγράφησαν, εκπληκτικόν μίγμα κρίσεως και ακρισίας, αληθείας και ψεύδους, ευθύτητος και σοφιστείας – «Pastiche curieux de l' éloquence des rheteurs du temps», ως ωραία τον χαρακτηρίζει σοφός φιλόλογος.
Φαίνεται δε ότι έγινεν αισθητή εις όλους η ειρωνεία και ότι άρεσεν η καλλιτεχνική διατύπωσις αυτής, διότι έγινε γνωστότατος από τότε ο Μενέξενος.
Η ονομασία του διαλόγου – όπως συνήθως έγινε διά τους περισσοτέρους Πλατωνικούς διαλόγους – εδόθη από τον συνομιλητήν του Σωκράτους Μενεξένου, που υπήρξεν ένας των νεωτέρων μαθητών του Σωκράτη, νέος από ευγενικήν οικογένειαν και ωραίος, εξάδελφος του Κτησίππου του Παιονέως. Ο λαμπρός και ωραίος επίσης Κτήσιππος φαίνεται να επρωτοδίδαξε τον Μενέξενον την σοφιστικήν τέχνην, εις την οποίαν και διεκρίθη.
Παλαιότερα μερικοί φιλόλογοι αμφισβήτησαν την γνησιότητα του διαλόγου, κάπως αυθαίρετα, διότι και η επιδεξιότης της εκφράσεως και η λεπτότης της σκέψεως και ο ειρωνικός τρόπος και η χάρις του ύφους εις τον Μενέξενον είναι όλα πλατωνικά και αμίμητα. Σήμερον όμως διά τούτους και δι' άλλους ειδικούς λόγους η κριτική αναγνωρίζει τον Μενέξενον ως αυθεντικόν του Πλάτωνος έργον.
Εις την μετάφρασιν επροσπάθησα ν' ακολουθήσω τας παραλαγάς και μεταπτώσεις και διαφοράς ύφους, που υπάρχουν εις το πρωτότυπον, επίτηδες διά να φανή η ειρωνική μίμησις του ενός ή του άλλου ρήτορος, ο στόμφος ή ο όγκος ή το ακαλαίσθητον, περίτεχνον ή σκολιόν της φράσεως. Δεν παρέλειψα δε και το φόρτωμα της φράσεως με μόρια, επιρρήματα δηλαδή και συνδέσμους, διά να αποδοθή όσο το δυνατόν ο σκοπός τού διαλόγου η πλατωνική δηλαδή ειρωνεία της ρητορείας.
Αι λέξεις όσαι είναι εις αγκύλας είναι πρόσθετοι, βαλμέναι διά να σαφηνίζεται το νόημα και να διευκολύνεται η αντίληψις εις πρόχειρον ανάγνωσιν.
I. ΖΕΡΒΟΣ