bepul

Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée

Matn
0
Izohlar
iOSAndroidWindows Phone
Ilova havolasini qayerga yuborishim mumkin?
Mobil qurilmada kodni kiritmaguningizcha oynani yopmang
TakrorlashHavola yuborildi

Mualliflik huquqi egasi talabiga ko`ra bu kitob fayl tarzida yuborilishi mumkin emas .

Biroq, uni mobil ilovalarimizda (hatto internetga ulanmasdan ham) va litr veb-saytida onlayn o‘qishingiz mumkin.

O`qilgan deb belgilash
Η φιλοσοφία του Σωκράτους κατά A. Fouillée
Shrift:Aa dan kamroqАа dan ortiq

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εκ των ολίγων λέξεων, ας προετάξαμεν των προ δύο ετών δημοσιεθεισών διατριβών περί της κατά Α. Fouillée Φιλοσοφίας του Πλάτωνος, γνωστόν γίνεται, και πόσην υψηλήν θέσιν ήδη κατέχει ο νέος ούτος καθηγητής μεταξύ των ιστορικών της Ελληνικής φιλοσοφίας, και ότι, εκτός του προμνησθέντος σοφού και καλού έργου, και έτερον φιλοπόνημα αυτού περί Σωκράτους, θεωρουμένου προ πάντων ως μεταφυσικού, εβράβευσεν η εν Παρισίοις των ηθικοπολιτικών επιστημών Ακαδημία. Ίνα δε καταδείξωμεν πόσον το θέμα τούτο του ακαδημαϊκού διαγωνίσματος είναι σπουδαίον καί τινι τρόπω ανέπτυξεν αυτό ο κ. Fouillée διά του διτόμου συγγράμματος, ου την ακριβή και σύντομον ανάλυσιν έχει ο αναγνώστης εν τη επομένη διατριβή, επιτραπήτω ημίν ν' αναφέρωμεν χωρία τινά της εκθέσεως ην περί αυτού υπέβαλεν εις την Ακαδημίαν ο του φιλοσοφικού τμήματος εισηγητής κ. Vacherot, και ήτις εγένετο δεκτή παμψηφεί και άνευ αντιρρήσεων. «Αρκεί να είναι τις ενήμερος των καθ' ημάς ιστορικών μελετών, λέγει ο κ. Vacherot, ίνα πεισθή ότι σπουδαίον κενόν υπήρχεν εν τη ιστορία της Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι Αλεξανδρινοί εγένοντο διαδοχικώς αντικείμενον επιπόνων και σοφών ερευνών· αλλ' ο φιλόσοφος όστις, κατά την μαρτυρίαν της ιστορίας, έδωκε την πρώτην ώθησιν εις την μεγάλην φιλοσοφικήν κίνησιν ήτις άρχεται διά του ελέγχου των σοφιστών και τελευτά δια των Αλεξανδρινών, ο Σωκράτης, διέμενε μυστήριον, εάν ουχί κατά τον βίον και την στολήν αυτού, τουλάχιστον κατά την διδασκαλίαν και ιδίως, το υψηλότερον και βαθύτερον μέρος αυτής, την μεταφυσικήν. Ήτο άρα απλούς αντίπαλος των σοφιστών αντιτάσσων μετριόφρονα αλλ' ασφαλή μέθοδον εις τας επιδείξεις της ψευδούς αυτών διαλεκτικής και της απατηλής ρητορικής των, και ανασκευάζων δι' αταράχου ορθονοίας τας εκ παρανοήσεων λογομαχίας και παραδοξολογίας αυτών; ήτο μόνον σοφός ελεγκτής της κουφότητος και αεικινησίας της τότε Αθηναϊκής κοινωνίας διδάσκων δια του βίου και του θανάτου αυτού την εν τη αρετή ειρήνην της συνειδήσεως, μέγας ηθικολόγος αναγαγών εις την μελέτην του ανθρώπου και εις την των ηθών επιστήμην την φιλοσοφίαν αποπλανηθείσαν έως τότε διά της οιηματικής προσπαθείας της καθολικής εξηγήσεως του παντός ή, τέλος, παρά τα αναντίρρητα ταύτα πλεονεκτήματα, έχει ο Σωκράτης και ανωτέραν, ει και ήττον φανεράν, αξίαν, ως μεταφυσικός, διδάξας, και κατά την υψηλήν ταύτην θεωρίαν, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλην και αυτούς τους στωικούς; . . . Πρόβλημα τόσον μάλλον δύσκολον, όσον ο Σωκράτης ούτε ένα στίχον έγραψε περί της διδασκαλίας του, ην διέσωσαν ημίν ποικίλαι και ενίοτε αντιφατικαί μαρτυρίαι, και εισέτι τόσω σκοτεινόν, μετά τοσαύτας περί της Ελληνικής φιλοσοφίας μελέτας, ώστε η ζήτησις της μεταφυσικής του Σωκράτους παρίσταται και την σήμερον εις το πνεύμα εμβριθών και σoφών τινων κριτικών ως ιστορική παραδοξολογία. – Μετά το διαγώνισμα, ο εκλήθητε να δικάσητε, η παραδοξολογία αύτη απέβη σαφής και αναντίρρητος αλήθεια. Ο μεταφυσικός, τέλος, εφάνη, διεσκεδάσθη η ιστορική πρόληψις καθ' ήν ο Σωκράτης δεν ήτο ή διαλεκτικός και σοφός ηθικολόγος, και ευρίσκομεν εν αυτώ αληθή και μέγαν μεταφυσικόν και τον πατέρα πασών των τοσούτων μεταφυσικών σχολών αίτινες πληρούσι την δευτέραν και αυτήν την τρίτην περίοδον της ελληνικής φιλοσοφίας». Λαλών δε περί του βραβευθέντος πονήματος επιλέγει ο εισηγητής· «Ενοήσαμεν πόσον υψηλόν άμα δε και βαθύ είναι το πνεύμα του συγγραφέως, τολμηρόν και στερεόν εν ταυτώ, αυστηρόν και αποδεικτικόν κατά τας αναλύσεις και επικρίσεις, και αποφασιστικόν κατά τα συμπεράσματα. . . . . Καίπερ μετ' αυστηράς προσοχής, και, δυνατόν ειπείν, μετά δυσπιστίας εξετάσαντες το έργον του, ουδέποτε εύρομεν αυτόν επί παρανοήσει ή επί ανακριβεία επιλήψιμον, και αν ενίοτε η ερμηνεία αυτού υπερτείνει τα όρια του γράμματος, είναι σχεδόν πάντοτε πιστή εις το πνεύμα και την ουσίαν της σωκρατικής διδασκαλίας . . . και ου μόνον αποδίδει εις τον Σωκράτην παν ό,τι τω ανήκει, αλλά καταδείξας αυτόν αληθή διδάσκαλον του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και αληθή αρχηγέτην πάσης της μέχρι της σήμερον πνευματικής φιλοσοφίας, ουδέν αφαιρεί της πρωτοτυπίας των αμέσων μαθητών αυτού, και ανευρίσκων εν τη μεθόδω και διδασκαλία του Σωκράτους την ρίζαν των υψηλών θεωριών του Πλάτωνος καταδεικνύει ουχ ήττον σαφώς πού τελειόνει το έργον του διδασκάλου και άρχεται το του περικλεούς μαθητού εν τη κοινή επεξεργασία της μεγάλης μεταφυσικής ήτις φέρει τούτου το όνομα».

Ενομίσαμεν λοιπόν ότι εις συμπλήρωοιν και διαφώτισιν των περί Πλάτωνος διατριβών ωφείλομεν και του δευτέρου τούτου έργου του κ. Fouillée να επιχειρήσωμεν την ανάλυσιν, κατά την αυτήν μέθοδον καθ' ήν και το πρώτον εξεθέσαμεν, εξάγοντες και τούτου την ουσίαν εκ των πλουσιωτάτων αναπτύξεων εν αίς, διά προσεκτικής μελέτης και παραθέσεως των κειμένων, δι' αυστηράς και οξυδερκούς κρίσεως και ενίοτε δι' ελλόγων και πιθανωτάτων εικασιών, όλον καταφαίνεται το μεγαλείον του δαιμονίου πνεύματος του μεγάλου τούτου διδασκάλου και ενδόξου μάρτυρος της φιλοσοφικής αληθείας, ώστε δυνατόν ειπείν, ότι, εν ώ μέχρι τούδε είχομεν κομψάς και μάλλον ή ήττον ακριβείς προτομάς του Σωκράτους, μόνον διά της θαυμαστής τέχνης του νέου τούτου κριτικού πλήρης και έρρυθμος και τηλαυγής ο ανδριάς αυτού απεκαλύφθη. Ποία ήτο η κατάστασις του ελληνικού πνεύματος, και ιδίως της εν Ελλάδι φιλοσοφίας, ότε ανεφάνη ο Σωκράτης, τίνι τρόπω η διδασκαλία αυτού συνάπτεται προς τας προηγουμένας σχολάς, ποία η δι' αυτού εισαχθείσα νέα μέθοδος και νέα αρχή, πόσον αύται ήσαν γόνιμοι, πώς παρήγαγον τας επομένας του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους λογικάς, ηθικάς και μεταφυσικάς θεωρίας, και οποίαν εξήσκησαν επί της αρχαίας, της μέσης και της νέας φιλοσοφίας επιρροήν μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, πάντα ταύτα εκτίθενται σαφώς και ευμεθόδως εν τω περί ου ο λόγος πονήματι, και συγκεφαλαιούνται μετά θαυμαστής ακριβείας και συντομίας εν τω συμπεράσματι αυτού. Προτιθέμενοι να προσφέρωμεν εις τους εραστάς της φιλοσοφίας οιονεί την μικρογραφίαν της μεγάλης ταύτης εικόνος, επροσπαθήσαμε ουδέν ήττον και ευκρινώς να διαγράψωμεν τα διάφορα αυτής μέρη, και ζωηρούς να διατηρήσωμεν εν εκάστω αυτών τους κυρίους χαρακτήρας, όπως εκ πρώτης επιβολής κατίδη ο αναγνώστης το τε σύνολον και τα καθ' έκαστα, και ευκολώτερον εγχαράξη εν τη μνήμη το ουσιώδες εξαγόμενον της ιστορικής ταύτης ερεύνης, ως οδηγόν αλάνθαστον εις τας περαιτέρω μελέτας.

Αν πάσα η προ του Σωκράτους φιλοσοφία εν Ελλάδι ανάγεται, κατά τον Ρίττερ, εις την διά του μηχανισμού ή διά του δυναμισμού εξήγησιν των φαινομένων του κόσμου, και αν εις την μηχανικήν ή φυσικήν δύναμιν ο Σωκράτης αντικατέστησε την αρχήν του τελικού αιτίου, ήτοι την έννοιαν του προς ον όρου εκάστου όντος ή του αγαθού αυτού, εξηγών ούτως, ως λέγει ο ημέτερος συγγραφεύς, και αυτήν την ύπαρξιν του κόσμου διά της αγαθότητος αυτού, επόμενον ήτο να επιδοθή εις την ακριβή ζήτησιν του τέλους τούτου και εις τον θετικόν αυτού προσδιορισμόν, και πιστεύων ότι παν το οπωσδήποτε υπάρχον πρός τι τέλος υπάρχει, και ότι το τέλος τούτο είναι το αγαθόν αυτού, ν' ανέλθη, ένθεν μεν εις την έννοιαν του θέτοντος το τέλος τούτο ως νόμον των όντων, ένθεν δε εις την αρμονίαν και την ενότητα των καθ' έκαστα τελών εν τινι ανωτάτω τέλει και υψίστω αγαθώ, προς ο τείνει ο κόσμος, τουτέστιν, εν τη αρχή της τελεότητος να συμπεριλάβη και την αρχήν της αιτιότητος, διότι μόνος ο ποιών δύναται και να ορίση το τέλος του ποιουμένου, και εξ αμφοτέρων των αρχών τούτων ν' ανυψωθή εις την έννοιαν του Θεού και της επί του κόσμου προνοίας του, ό εστιν εις αυτόν τον κολοφώνα της μεταφυσικής επιστήμης. Γνωστόν δε είναι ότι εκ των δύο τούτων αρχών συνίσταται η κατά Λεϊβνίτιον αρχή του αποχρώντος λόγου, δηλ. αυτός ο λόγος, ο εξηγών την ύπαρξιν και τον νόμον των όντων. Εκ τούτου έπεται ότι και η τρίτη λογική αρχή, ή της ταυτότητος ή της αντιφάσεως καλουμένη, και μεταξύ των δύο άλλων ισταμένη, και έτι μάλλον συνάπτουσα αυτάς προς αλλήλας, είναι αναγκαία αυτών συνέπεια, διότι αν αίτιον και τέλος υπάρχει παντός υπάρχοντος, άρα ταύτα δεν δύνανται να ήναι άλλως ή ως είναι, δεν δύνανται δηλαδή εν ταυτώ και κατά τα αυτά να ήναι και να μη ήναι. Εντεύθεν και ψυχολογική θεωρία εισδύουσα εις τα ενδότερα του ανθρωπίνου πνεύματος, εις αυτό το αγιαστήριον του λόγου, και λογική, διά της αρχής της ταυτότητος και του συνδυασμού των αιτίων, μέσων και τελών, παράγουσα και την εις γένη και είδη κατάταξιν, και τον ορισμόν, και τον εξαγωγικόν και επαγωγικόν συλλογισμόν, και κακολογία ταυτίζουσα τω αγαθώ το καλόν, και θεοσοφική διδασκαλία καθαρωτάτη, και ηθική προαγγέλλουσα και παρασκευάζουσα διά των ανθρωπίνων μέσων την θείαν ηθικήν του Χριστιανισμού, και συνεπάγουσα και εις εαυτήν υποτάσσουσα και την των νόμων και των πολιτειών επιστήμην, υπαγορεύουσα δε πλαγίως και την επιστήμην του καθολικού της ανθρωπότητος προορισμού, ήτοι την φιλοσοφίαν της ιστορίας. Και ούτω καθοράται πώς μία μεγάλη αλήθεια, ην πρώτος ανεκάλυψεν ο Σωκράτης, δύναται να γεννήση πάσας τας άλλας, μεθ' ών συνδέεται αναποσπάστως, πώς εν τη μικρά εκείνη γωνία του κόσμου ην κατώκουν οι ένδοξοι πρόγονοι ημών ετέθησαν αι βάσεις εφ' ών ανήγειραν οι αιώνες το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα πάσης της μετέπειτα επιστήμης, και πόσω δίκαιος ήτο ο χρησμός ο αναγνωρίσας τον Σωκράτην α ν δ ρ ώ ν  α π ά ν τ ω ν  σ ο φ ώ τ α τ ο ν.

Και τωόντι τι άλλο προτίθεται να μελετήση και διδάξη πάσα φιλοσοφία ειμή την φύσιν του ανθρωπίνου πνεύματος, τας σχέσεις αυτού προς την ύλην, τον ποιητήν του ανθρώπου και του κόσμου, την επ' αμφοτέρων πρόνοιαν αυτού, τους νόμους της διανοίας κατά τε την εύρεσιν και απόδειξιν του αληθούς και την ποίησιν του καλού, τους νόμους της θελήσεως κατά την πράξιν του αγαθού από του ατόμου, της κοινωνίας, της ανθρωπότητος; Και προς τι πάσαι αι άλλαι επιστήμαι, εάν δεν ηξεύρωμεν τι είμεθα, πόθεν ερχόμεθα, πού τείνομεν, πώς νοούμεν, τι οφείλομεν να πράξωμεν; Και ποία άλλη επιστήμη δύναται να μας διδάξη πάντα ταύτα ειμή η διά της εσωτερικής παρατηρήσεως επιστήμη του πνεύματος, αν μόνον το πνεύμα γινώσκη τα του πνεύματος; και δεν είναι τωόντι, γελοία η οίησις των θετικολόγων, οίτινες καταργούντες αυθαιρέτως πάσαν μεταφυσικήν περιορίζουν την επιστήμην εις την γνώσιν των αισθητών φαινομένων και της αναγκαίας αυτών διαδοχής, υπαγορεύουσι την συζήτησιν των πρώτων αιτίων και των ανωτάτων τελών, ό εστιν αυτήν την φιλοσοφίαν, και εις ταύτην προσπαθούσι ν' αντικαταστήσωσι μόνας τας θετικάς λεγομένας επιστήμας, εν ώ και η πρώτη βάσις των επιστημών τούτων, το αισθητόν φαινόμενον, μόνον διά της ψυχολογίας νοείται, και την μέθοδον αυτών μόνη η λογική παράγει και εγγυάται και γονιμοποιεί, και τας θεμελιωδεστέρας εννοίας, της δυνάμεως, του νόμου, του απείρου τόπου και χρόνου, ων ποιούνται χρήσιν κατά πάσαν στιγμήν, μόνον παρά της επιστήμης του πνεύματος λαμβάνουσα διότι δι' αυτής μόνον γινώσκονται και εξακριβούνται;

 

Την αρχήν της τελεότητος ο Σωκράτης εθεώρει έμφυτον εν τω πνεύματι και εντεύθεν η μαιευτική μέθοδος, ην πρώτος επίσης μετεχειρίσθη, και εφήρμοσε θαυμασίως εις πάντα τα υπ' αυτού μελετηθέντα ζητήματα. Η μαίευσις υποθέτει την εγκυμοσύνην και η ψυχή εγκυμονεί, ουχί διακεκρυμμένας και διατετυπωμένας επιστημονικάς ιδέας, αλλά καθολικάς τινας αρχάς, αίτινες δι' αυτό τούτο μένουσιν απροσδιόριστοι και άκαρποι ει μη γονιμοποιηθώσι διά της εφαρμογής αυτών εις τα εντός και εκτός ημών παρατηρούμενα γεγονότα. Γινώσκομεν λ. χ. ότι παν το υπάρχον προς τι τέλος υπάρχει, αλλά ποίον το ειδικόν τέλος τούτου ή εκείνου του όντος, τούτο δεν δύναται να μας διδάξη η καθολική και απόλυτος αρχή της τελεότητος, αλλ' η προσεκτική και έλλογος παρατήρησις είτε των εν ημίν είτε των εκτός ημών. Διά της ελλόγου ταύτης παρατηρήσεως διακρίνομεν την διάφορον φύσιν των όντων, και επομένως τα τέλη αυτών, κατανοούμεν την σχετικήν τούτων αξίαν, πώς δηλαδή τα κατωτέρω τέλη υπηρετούσιν ως μέσα προς τέλη ανώτερα, και ταύτα πάλιν προς άλλα, και ούτω σχηματίζομεν την λογικήν και ηθικήν εν ταυτώ διαίρεσιν, ήτοι κατάταξιν των όντων εις είδη και γένη, αλλά άλλων ευρύτερα και περιεκτικώτερα, και εκ της κατατάξεως ταύτης ο ορισμός, ο εκ της φύσεως του γένους και της διαφοράς του είδους συνιστάμενος, και ο εξαγωγικός συλλογισμός, ο διά της υπαγωγής του ατόμου εις το είδος, ή τούτου εις το γένος, ή του γένους εις άλλο ευρύτερον, δηλαδή, διά τινος μέσου όρου συνάπτοντος άλλον ελάσσονα πρός τινα μείζονα, αποδεικνύων την φύσιν εκείνου, διότι ό,τι αληθεύει περί του γένους αληθεύει εξ ανάγκης και περί του είδους και περί του ατόμου, καθώς, επί αφηρημένων εννοιών, εκ της γενικής αρχής αποδεικνύεται η αλήθεια της ειδικής συνεπείας. Και αύτη μεν είναι η διά του εξαγωγικού συλλογισμού μαίευσις του πνεύματος. Η δε διά του επαγωγικού είναι η από των επί μέρους άνοδος εις τα καθόλου, ό εστιν εις τα γένη και τας γενικάς αρχάς, διά της αφαιρέσεως των εις τα καθ' έκαστα κοινών χαρακτήρων, και της γενικεύσεως ήτοι της στενώσεως αυτών εν τινι γενική εννοία ή αρχή, εξ ης πάλιν η κατάταξις, ο ορισμός και η εξαγωγή, ώστε η κατιούσα αύτη διαλεκτική προϋποθέτει πάντοτε την ανιούσαν, είτε διά του πνεύματος ποιουμένην, είτε προϋπάρχουσαν εν τη φύσει αυτού και του κόσμου. Δεν είναι δε του παρόντος να αποδείξωμεν, ότι και ο επαγωγικός και ο εξαγωγικός συλλογισμός, εις τον αυτόν αναγόμενοι συλλογιστικόν τύπον, την αυτήν έχουσι καθ' ημάς οντολογικήν βάσιν και την αυτήν βεβαιότητα. Τοιαύτα είναι εν τοσούτω τα στοιχεία της Σωκρατικής μαιεύσεως και πάσης διαλεκτικής και φιλοσοφικής μεθόδου· η λογική κατάταξις, ο ορισμός, η εξαγωγή, η επαγωγή, ήτοι η εκ του λόγου και της παρατηρήσεως μόρφωσις της επιστήμης, και την μέθοδον ταύτην μετήρχετο ο Σωκράτης διαλεγόμενος, ερωτών, προτείνων απορίας, προκαλών απαντήσεις, και ούτως υποβοηθών τους μετ' αυτού συζητούντας εις την εκ της ψυχής αυτών γέννησιν της αληθείας. Τούτο δε ιδίως χαρακτηρίζει αυτόν, ότι θεωρών την λογικήν κατάταξιν εν ταυτώ και ηθικήν, όπερ ήτο φυσικόν, αφ' ού εκ της ηθικής ζητήσεως του τέλους παρεκινήθη εις τας λογικάς ερεύνας, και πιστεύων την έλξιν του αγαθού, ακαταμάχητον παρεγνώρισε την ηθικήν ελευθερίαν, και την αρετήν εταύτισε τη επιστήμη του αγαθού, εις ην ανήγαγε πάσας τας άλλας.

Το έμφυτον στοιχείον της γνώσεως δεν παραδέχονται οι θετικολόγοι, αν και μυριάκις απεδείχθη ότι υπάρχουσιν εν ημίν νοητικά στοιχεία άτινα αδύνατον να προέλθωσιν εκ των αισθήσεων, και άτινα εις μάτην επειράθησαν οι θετικολόγοι να εξηγήσωσιν είτε διά της συζεύξεως, ως η από Χιούμ Αγγλική φιλοσοφία, είτε διά της κληρονομικής μεταδόσεως και της διαδοχικής των οργανισμών μορφώσεως και αναπτύξεως, ως οι επί των ημερών μας Δαρβινισταί και οι τούτοις ομόφρονες· επεβεβαιώθη δε και διά των ματαίων τούτων προσπαθειών η σοφή ρήσις του Αριστοτέλους, ότι πάσα διδασκαλία και πάσα μάθησις εκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως. Και αληθές μεν είναι ότι το εκ των προτέρων τούτο στοιχείον της νοήσεως, το του λόγου λεγόμενον, δεν ανεγνωρίσθη εισέτι οριστικώς και αδιαφιλονεικήτως παρά πάντων, διότι οι μεν ανάγουσιν αυτό εις μίαν μόνην έννοιαν ή αρχήν, ως ο Σωκράτης, οι δε εις πλείονας, και η περί τούτου ζήτησις είναι και την σήμερον το σπουδαιότερον και θεμελιωδέστερον των φιλοσοφικών προβλημάτων, εκ της λύσεως του οποίου εξαρτώνται πάντα τα άλλα, αναντίρρητον δε είναι επίσης, ότι από Σωκράτους μέχρι των καθ' ημάς πνευματιστών πάσα αληθώς μεγάλη φιλοσοφία επί τινος των στοιχείων τούτων εστηρίχθη, διότι άνευ αυτών ούτε η εν πάσιν ανθρώποις ταυτότης της λογικής φύσεως είναι δυνατή, ασυμβίβαστος ούσα με το διάφορον και σχετικόν και εφήμερον και ευμετάβολον της εκ μόνης της αισθήσεως γνώσεως, ούτε κοινή πίστις, ούτε κοινή βεβαιότης, ούτε ακράδαντος πεποίθησις εις το γενικόν και σταθερόν των φυσικών νόμων, ει μη υποτεθή το καθολικόν και σταθερόν των απολύτων αρχών· ταύτην δε την προΰπαρξιν των λογικών στοιχείων και η φύσις της συνειδήσεως απαιτεί και η φύσις της γνώσεως. Ουδείς αρνείται ότι υπάρχει εν ημίν δύναμίς τις, οιαδήποτε και αν ήναι, δι' ής νοούμεν και πράττομεν, αρχή πρώτη των εν ημίν νοητικών και ηθικών φαινομένων, είτε διάφορος της ζωικής αρχής του σωματικού οργανισμού και μετ' αυτής συνηρμοσμένη, είτε ταυτομένη μετ' αυτής και μίαν μόνον αρχήν αποτελούσα, ασυνείδητον μεν των κατωτέρων αυτής λειτουργιών, έχουσαν δε συνείδησιν των ανωτέρων. Όπως δήποτε δε θεωρηθή η δύναμις αύτη, υπόκειται εξ ανάγκης είς τινας νόμους, ως πάσαι άλλαι δυνάμεις του κόσμου, και άμα έχει συνείδησιν εαυτής, άμα είναι vis sui conscia, ως έλεγεν ο Λεϊβνίτιος, αδύνατον να μη έχη συνείδησιν των ιδίων νόμων, και η συνείδησις αύτη ουδέν έτερον είναι ή το εκ των προτέρων στοιχείον της γνώσεως αυτός ο λόγος. Αλλά και αυτή η γνώσις, συμφωνία τις ούσα του υποκειμένου και του αντικειμένου, υποθέτει στοιχείον τι κοινόν εις αμφότερα, άλλως, η υπό του πρώτου νόησις και γνώσις του δευτέρου είναι αδύνατος· το δε κοινόν τούτο στοιχείον είναι ο νόμος, ήτοι ο λόγος αυτών, ον εκπληρούσι και πραγματοποιούσιν άνευ συνειδήσεως και ελευθερίας τα άλλα όντα, ου συνείδησιν έχει και ον αυτοπροαιρέτως εφαρμόζει και εκτελεί μόνος ο άνθρωπος, ώστε ο κατά Λεϊβνίτιον ορισμός της ψυχής αποβαίνει πλήρης και ακριβέστατος, εάν διατυπωθή ούτω· vis rationalis el libera sui conscia.

Ο Σωκράτης παρημέλησε και αρκούντως δεν εμελέτησε το στοιχείον της ελευθερίας, εκθαμβωθείς υπό του φωτός όπερ διαχέει εν ημίν το στοιχείον του λόγου, ώστε δικαίως ο ημέτερος συγγραφεύς, θεωρεί αυτόν και αυτού του Πλάτωνος ιδανικώτερον. Συμφέρει δε κατά τους χρόνους τούτους να επανέλθωμεν εις την μελέτην του πρώτου τούτου κήρυκος και μάρτυρος του ανθρωπίνου λόγου, διότι επί μάλλον και μάλλον εκτείνεται και πανταχού εισδύει απαίσιος διδασκαλία καταργούσα και αυτήν του εγώ την ατομικότητα, τον λόγον και την ψυχήν αρνουμένη, ανάγουσα, ως η προ του Σωκράτους φιλοσοφία, πάσαν νόησιν και ηθικότητα είς τινα μηχανικήν ενέργειαν της ύλης, κτηνοποιούσα τον άνθρωπον, θεωρούσα την μεγαλόνοιαν ως νόσημα, την αρετήν ως μανίαν, και αυτόν τον σωματικόν οργανισμόν εκ των κατωτέρων εξάγουσα και δι' αυτών εξηγούσα, μίαν δε μόνην δύναμιν αναγνωρίζουσα μεταμορφούσαν αδιακόπως την ύλην διά τινος μονοτόνου ρυθμού και προς αδιάγνωστον τέλος1. Πολλώ δε μάλλον οφείλουσιν οι νέοι λαοί να προφυλαχθώσι κατά της καινοφανούς, αλλ' αρχαίας ταύτης λύμης, και μάλιστα εάν έχωσιν, ως ημείς, πρόχειρον την θεραπείαν εις την πάτριον φιλοσοφίαν και την πάτριον ευσέβειαν.

Η σωκρατική φιλοσοφία σχετίζεται προς τον Χριστιανισμόν διά του πλατωνισμού, ον παρήγαγε, και διά των απ' αυτής άλλων σχολών, ως σχετίζεται, σύμπας ο Ελληνισμός, καθ' ά άλλοτε απεδείξαμεν.2 Και δεν έλειψαν οι παραβάλλοντες τον βίον και τον θάνατον του Σωκράτους προς την επί γης αποστολήν και τον θάνατον του Σωτήρος. Αλλά και εξ αυτών των απίστων τινές την φαινομένην ταύτην ομοιότητα κατεβίβασαν εις το αληθές αυτής μέτρον, ομολογήσαντες, ως ο Ρουσσώ, ότι, εν ώ διά του Σωκράτους εφάνη ο κατ' άνθρωπον τελειότερος τύπος της σοφίας και της αρετής, αυτή η θεία τελειότης διαλάμπει εν τω προσώπω του Σωτήρος. Το καθ' ημάς δε μίαν μόνην συνέπειαν θέλομεν να εξαγάγωμεν εκ τούτου και εξάλλων ομοειδών παραδειγμάτων, ότι προς τον αληθή χριστιανισμόν ου μόνον δεν αντιμάχεται, αλλά συνάδει η αληθής φιλοσοφία, καθό ανθρώπινος προπαρασκευή ή επιβεβαίωσις των δογμάτων και επαγγελιών αυτού. Και ιστορικώς μεν είναι αναντίρρητον, ότι η Ελληνική φιλοσοφία προητοίμασε τον άνθρωπον εις αποδοχήν της θείας αποκαλύψεως, και περί τούτου συμφωνούσι και οι κατά πάντα τα άλλα αντίφρονες προς αλλήλους, και οι τον Χριστόν πιστεύοντες ως πραγματικήν ενσάρκωσιν του θείου λόγου, και οι την χριστιανικήν πίστιν θεωρούντες ως τελευταίαν ανάπτυξιν της αρχαίας φιλοσοφίας· εν παντί δε χρόνω και τόπω αληθεύει επίσης, ότι το δόγμα, ο βίος και ο θάνατος του Σωτήρος συναποτελούσι τοσούτον υψηλόν και τωόντι θείον τύπον νοεράς και ηθικής τελειότητος, ώστε προς αυτόν μετρείται, και κατ' αυτόν εκτιμάται παν επί της γης μεγαλείον του νου και της καρδίας, είτε προ αυτού αναφανέν είτε μετ' αυτόν. Ενομίσαμεν λοιπόν ότι προς θρησκευτικήν αγωγήν και ηθικήν διάπλασιν της νέας γενεάς, εις ην αναθέτομεν πάσαν αισιωτέρου μέλλοντος ελπίδα, δεν θα ήσαν ίσως ασυντελή και τα μικρά ταύτα έργα, εν οίς ανακεφαλαιούμεν και όσον οίον τε σαφώς εκθέτομεν την καθ' ημάς λαμπροτέραν ερμηνείαν της σοφίας των πρώτων και αθανάτων διδασκάλων του γένους ημών και όλης της ανθρωπότητος.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
ΚΑΤΑ
A. FOUILLÉE

Μέθοδος προς μελέτην της Φιλοσοφίας
του Σωκράτους

Αρκούντως φυσική και διαδεδομένη είνε η γνώμη ότι τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος μείζονα έχουσιν ιστορικήν αξίαν ή οι Διάλογοι του Πλάτωνος , και ο κ. Γρότε θεωρεί την μαρτυρίαν του πρώτου μάλλον ακριβή και αμερόληπτον της του δευτέρου. Και ει μεν πρόκειται περί της βιογραφικής αξίας, τούτο ίσως αληθεύει, εάν δε περί αυτής της διδασκαλίας του Σωκράτους, ολιγωτέρας εγγυήσεις ακριβείας παρέχει ο Ξενοφών ως φιλόσοφος και αμεροληψίας ως δικηγόρος. Ο Ξενοφών δεν ήτο φιλόσοφος εξ επαγγέλματος, και κύριον σκοπόν είχε να ιστορήση εν τοις Απομνημονεύμασιν , άτινα εδημοσιεύθησαν ότε ο Σωκράτης ήτο εισέτι αντιδημοτικός, τον άνθρωπον μάλλον ή τον φιλόσοφον, και να καλύψη μάλλον ή να φανερώση τας τολμηράς θεωρίας αίτινες επήγαγον την κατηγορίαν και τον θάνατον αυτού, προσπαθών να τον παραστήση πολίτην έντιμον και πιστόν εις τους νόμους και τας παραδόσεις της πατρίδος. Εάν δε υπό μόνην την όψιν ταύτην εθεωρούμεν τον Σωκράτην, και η υπ' αυτού υποκινηθείσα μεγάλη εν τη φιλοσοφία επανάστασις, και αι Νεφέλαι του Αριστοφάνους, και η υπό Μελήτου κατηγορία, και η εις θάνατον καταδίκη θα ήσαν όλως ακατάληπτοι. Ουχ ήττον δε και εις αυτάς τας αφελείς αφηγήσεις του Ξενοφώντος διοράται ο τολμηρός νεωτεριστής, ο μέγας θεωρητής και ερευνητής της φύσεως και της διανοίας, και κατά τινα ζητήματα φιλόσοφος ιδανικώτερος και αυτού του Πλάτωνος.

Ουδεμίαν των σωκρατικών ιδεών παρέλειψεν ο Πλάτων, και πολλάς προσέθηκεν εις αυτάς. Αι στοιχειώδεις και εξωτερικαί ούτως ειπείν διδασκαλίαι ανήκουσιν ως επί το πλείστον εις τον διδάσκαλον, και πολλαχού των διαλόγων, εάν τους μελετήσωμεν μετά προσοχής, βλέπομεν ότι αυτός ο Πλάτων διακρίνει των Σωκρατικών τας ιδίας θεωρίας. Την δε διαλεκτικήν μέθοδον του Σωκράτους, ην μετρίως ενόησεν ο Ξενοφών, εξηγεί θαυμασίως ο Πλάτων, αν και εφαρμόζει αυτήν και επεκτείνει επέκεινα των Σωκρατικών ορίων. Αφ' ετέρου, η καλλιτεχνική αίσθησις του Πλάτωνος τον παρεκίνει να θέση την αλήθειαν του χαρακτήρος και της διανοίας των εισαγομένων προσώπων ως βάσιν και αυτής της ιδανικεύσεως, αι δε ενιαχού αναφαινόμεναι αντιφάσεις προέρχονται εκ των ποικίλων απόψεων, αφ' ών διάφορα πρόσωπα, διαφόρους και ουχί σπανίως εναντίας πρεσβεύοντα αρχάς, εθεώρουν τα πράγματα, και εκ των ποικίλων υποθέσεων των διαλόγων, εν οίς άλλοτε μεν πρωτεύει ο Σωκράτης, άλλοτε δε παρίσταται ως απλούς ακροατής και άλλοτε εκλείπει.

 

Εάν λοιπόν είχομεν μόνας τας μαρτυρίας του Ξενοφώντος και του Πλάτωνος, έπρεπε να τους συμπληρώσωμεν και μετριάσωμεν δι' αλλήλων. Ευτυχώς δε έχομεν εις τα ηθικά συγγράμματα του Αριστοτέλους πολύτιμά τινα χωρία, άτινα παρημέλησαν οι ερμηνευταί, ιδίως περί της σωκρατικής θεωρίας της θελήσεως, διαφερούσης καθόλου της παρά Πλάτωνι, και ην διαφωτίζουσι πληρέστατα τα κείμενα του Αριστοτέλους προς τε τα Απομνημονεύματα και τον ελάττονα Ιππίαν παραβαλλόμενα. Και κατ' αρχάς μεν θέλομεν λάβει υπ' όψιν τα κείμενα του Ξενοφώντος, επί δε των αμφιβόλων ζητημάτων θέλομεν επικαλεσθή την μαρτυρίαν του Αριστοτέλους, και εν τέλει θέλομεν καταφύγει εις τον Πλάτωνα προς συμπλήρωσιν και επιστημονικωτέραν ανάπτυξιν των άλλων μαρτυριών, προσπαθούντες και να διάστείλωμεν επιμελώς τας διδασκαλίας του μαθητή από των του διδασκάλου, και να καταδείξωμεν ακριβώς τον θεωρητικόν σύνδεσμον, δι' ου συνάπτονται. Ούτω δε ωφελούμενοι εκ πασών των μαρτυριών και βασανίζοντας αυτάς ελλόγως και εξηγούντες δι' αλλήλων, ελπίζομεν ότι θέλομεν αποφύγει και το άτοπον εις ο υποπίπτει η πολύτιμος άλλως και σοφωτάτη κριτική των Γερμανών, ήτις απανταχού επιζητούσα τα αντιφατικά και τα ασυμβίβαστα αποβάλλει ενίοτε αυθαιρέτως τα μη συνάδοντα προς τας ιδίας θεωρίας, και την υπέρ το δέον εις πάντα τα κείμενα πίστην αφοσίωσιν των Άγγλων κριτικών, οίτινες μη τολμώντες να εισδύσωσιν εις το πνεύμα, δι' ου φωτίζονται και συμβιβάζονται αι διαφοραί, παραμένουσι μάλλον εις το γράμμα, και ούτω παραγνωρίζουσιν ενίοτε αυτόν τον νουν της αρχαίας φιλοσοφίας.

Διά της μεθόδου ταύτης θέλομεν επί τέλους αναγνωρίσει ότι ο αληθής Σωκράτης, ου ο θάνατος είνε θρίαμβος και η επιρροή αθάνατος, είναι ο του Πλάτωνος, παρ' ω ευρίσκομεν το δαιμόνιον τούτο πρόσωπον αληθέστερον εν τη ουσιώδει αυτού ιδέα και αυτής της πραγματικότητος, διότι εν τη ψυχή εκάστου φιλοσόφου υπάρχει ιδέα τις αναπτυσσομένη, και τις ζώσα διαλεκτική, ης αυτός δεν έχει πάντοτε καθαράν συνείδησιν, η δε ιστορία αποκαλύπτει την πρωτοτυπίαν και την ισχύν διά της μακράς επί της ανθρωπότητος επιρροής αυτής. Και την ιδέαν ταύτην οφείλομεν να καταλάβωμεν, όπως νοήσωμεν αυτόν εντελώς, καθώς προς νόησιν οιουδήποτε όντος ο Αριστοτέλης συμβουλεύει να το μελετήσωμεν ουχί εν τη εμβρυώδει φάσει της υπάρξεως και κατά τας ατελείας αυτού, αλλ' εν τω πληρώματι της τελειοτέρας αυτού αναπτύξεως, και παρομοίως ο δόκιμος καλλιτέχνης παριστά μεν πιστώς τους υλικούς χαρακτήρας του εικονιζομένου προσώπου, ζωογονεί δε αυτούς συγκεφαλαιών εν μια στιγμή ολόκληρον τον πνευματικόν αυτού βίον. Έτι μάλλον δε αρμόζει η μέθοδος αύτη ότε πρόκειται περί φιλοσόφου ουδέν γράψαντος, περί πολλών και προς πολλούς διαλεχθέντος, και διδάξαντος νέα δόγματα προσβάλλοντα τα παραδεδεγμένα και τα καθεστώτα, ώστε τινές μεν των ιδεών αυτού παρενοήθησαν, έτεραι δε απωλέσθησαν. Θα ήμεθα δε λίαν ευτυχείς, εάν επιτύχωμεν να παραστήσωμεν τον Σωκράτην ου μόνον οίος εφάνη, αλλ' οίος ήτο πραγματικώς, και να εκθέσωμεν ου μόνον όσα εδίδαξεν, αλλά και όσα διενοήθη.

1Όρα Herbert Spencer, First Principles, Biology, Psychology κλ.
2Όρ. την «Περί της ιστορικής αποστολής του ελληνισμού» ημετέραν διατριβήν.