Kitobni o'qish: «Λυσιστράτη»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΕΙΣ ΤΗΝ "ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗΝ"
Δια της κωμωδίας ταύτης ο Αριστοφάνης εκτραγωδεί τα δεινά του Πελοποννησιακού πολέμου, παρουσιάζει δε τας γυναίκας μηχανευομένας την κατάλυσιν αυτού, δια της αποχής από της εκπληρώσεως των συζυγικών των υποχρεώσεων.
ΠΡΟΣΩΠΑ1
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ Αθηναία
ΚΑΛΟΝΙΚΗ Αθηναία
ΜΥΡΡΙΝΗ Αθηναία
ΛΑΜΠΙΤΩ Γυνή Λακεδαιμονία
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΙΝΕΣ (Α΄, Β΄, Γ΄κτλ)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ΚΙΝΗΣΙΑΣ Σύζυγος της Μυρρίνης
ΠΑΙΣ
ΚΗΡΥΞ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
ΠΡΕΣΒΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
{Η σκηνή παριστά οδόν, αφ’ ης βλέπει η οικία της Λυσιστράτης.
Άποψις της Ακροπόλεως.Η Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας της.}
ΣΚΗΝΗ Α΄
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μ’ αν τις εκάλεσε κανείς [κι από τα σπίτια φύγανε]
και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου Πανός επήγανε,2
ή στη Γεννετυλίδα3 μας, ή και στην Κωλιάδα,4--
απ’ τα πολλά τα τύμπανα που θα’ νε στην αράδα,
δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να περάση.
Κι όμως καμμιά δεν φάνηκε στο σπίτι μου να φθάση–
έξω από τη γειτόνισσα που έρχεται τρεχάτη.
-Την Καλονίκη χαιρετώ.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Κ’ εγώ τη Λυσιστράτη.
(Δίδουν τας χείρας)
Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε βλέπει·
να γίνωνται τα φρύδια σου σαν τόξα, δεν σου πρέπει,
παιδί μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλονίκη μου, μεσ’ στην καρδιά μου καίει
για τις γυναίκες μιά φωτιά, που κάθε άνδρας λέει
πως είμαστ’ όλες πονηρές και τούτο με λυπεί.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα το θεό! δεν είμαστε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μα είχαμε ειπή
εδώ να μαζευθούμε,
και όλες για υπόθεσι σπουδαία να σκεφθούμε·
μα να τες που δεν έρχονται· το ρίξαν στο κοιμήσι.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Θα’ ρθούν. Δεν είνε εύκολο πολύ να ξεκινήση
γυναίκ’ από το σπίτι της· η μία θα φροντίση
και για το νοικοκύρη της· εκείνη θα ξυπνίση
το δούλο της· ή το μωρό η άλλη θα κοιμίση·
κι αυτή θα λούση το παιδί, κι αυτή θα το ταΐση.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εδώ υπάρχει κάτι
πειό σπουδαιότερ’ απ’ αυτά.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Τι τρέχει, Λυσιστράτη;
που τις γυναίκες κάλεσες να ρθούνε δίχως άλλο;
Ποιο πράγμα είνε, φίλη μου, και πόσο;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ά, μεγάλο.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μπά! μήπως είνε και χονδρόν;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μα το θεό, χονδρόν.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και τότε πώς δεν ήλθαμε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δεν είνε [των ανδρών]
αυτό που ξέρεις· τότε πειά θα φθάναμε τρεχάλα·
μα είνε πράματ’ άλλα,
που να εξέτασα καλά μονάχη μπρός και πίσω,
κι αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα συζητήσω.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Αμ’ τότε θα’ νε πράματα πολύ λεπτά επίσης,
για να μπορέσης εύκολα να τα στριφογυρίσης.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τόσο λεπτά, που η Ελλάς μπορεί [σ’ αυτόν το χρόνο,]
τη σωτηρία της να βρη με τις γυναίκες μόνο.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Με τις γυναίκες!; [Έλα δα! θα’ ταν μεγάλο θάμα,]
να στέκ’ η σωτηρία της σε τόσο λίγο πράμα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Για το καλό της πόλεως ό, τι θα ειπώ, αν γίνη,
από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνη.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα το θεό, καλήτερα να λείψουνε κι αυτοί.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και τότε θα καταστραφούν και όλ’ οι Βοιωτοί.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην εντέλεια·
[της Κωπαΐδας μοναχά] εξαίρεσε τα χέλια.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν θα βάλω
τέτοιο κακό μεγάλο.
[Μα τούτο δεν σημαίνει,]
μπορείς να νοιώσης μόνη σου πως πάει κι αυτή χαμένη.
Αν όμως μαζευθούν εδώ στο [σπίτι μου πλησίον]
τα θηλυκά των Βοιωτών και Πελοποννησίων,
και όλες σύμφωνες ημείς τα χέρια μας αν δώσουμε,
έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την σώσουμε.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα οι γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν να κάνουνε,
και κάποια φρόνιμη δουλειά, που κάθονται και βάνουνε
στο σπίτι τους φτιασίδια,
και κίτρινα φορέματα, και χίλια δυό στολίδια,
που βάνουν και κυμβερικά5 φουστάνια [δίχως ζώνη]
και παντουφλάκια ελαφρά;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αυτά θα γίνουν μόνη
αιτία, που θα βρη σ’ ημάς η πόλις τον σωτήρα·
τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα μύρα,
τα διάφανα ποκάμισα, κι αυτό το παντουφλάκι–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και με ποιόν τρόπο;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Που θα ιδής και μόνη, σε λιγάκι.
Να μη βρεθή αρσενικός, που δόρυ να σηκώση,
και άλλον να σκοτώση.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Αν η γυναίκα, όπως λες, το θαύμ’ αυτό θα κάνη,
μα τις θεές, βάφω κ’ εγώ το κίτρινο φουστάνι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ούτε ασπίδα πειά κανείς να πιάση θα μπορέση–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι [δίχως μέση]–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και ούτε μαχαιράκι–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Θα βάλω παντουφλάκι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δεν έπρεπε λοιπόν αυτές να ήν’ εδώ παρούσες;
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Τι λες! που έπρεπε φτερά να κάνουν οι βρωμούσες!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μα Αθηναίες είν’ κι αυτές, όπως καθένας βλέπει,
που πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που δεν πρέπει.
Και δεν εφάνηκε καμμιά [να φθάση στην Αθήνα,]
ούτ’ από τις θαλασσινές, ούτ’ απ’ τη Σαλαμίνα.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα ξέρω πως πρωΐ-πρωΐ στα τρεχαντήρια μπήκανε
και στη στεριά διαβήκανε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και όμως ελογάριαζα πως πειό μπροστά θα φθάσουν
των Αχαρνών τα θηλυκά·–μα να, θα μας το σκάσουν.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Αλλά η Θεαγέναινα, για να’ρθει εδώ τρεχάτη,
πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την Εκάτη.
Μα να που φθάνουν μερικές… να κι άλλες που κινάνε.
Ού, ού ! κι αυτές ποιες να’νε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ά, είν’ απ’ τον Ανάγυρο [όλα αυτά τα πλήθη.]
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Θαρρώ πως ο ανάγυρος στ’ αλήθεια εκινήθη.
(Εισέρχεται η Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί γυναίκες)
ΣΚΗΝΗ Β΄
{Αι Ανωτέρω, Μυρρίνη, Λαμπιτώ και τινες Γυναίκες μετ’ ολίγον.}
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μήπως [και στο συνέδριο, που θέλησες να γίνη,]
οι τελευταίες φθάσαμε; Για δε μιλάς;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μυρρίνη,
βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω τώρα,
που για σπουδαία πρόκειται και μου’ ρθες τέτοιαν ώρα.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Εγύρευα τη ζώνη μου
μεσ’ στο σκοτάδι μόνη μου.
Μ’ αν ήνε τόσο σοβαρό, που λες, το πράμα εκείνο,
πες το σ’ εμάς που ήλθαμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αλλά θα περιμένω
και τις γυναίκες, που θα ρθουν για την αυτήν αιτία,
από την Πελοπόννησο κι από τη Βοιωτία.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ά, μάλιστα· όσο γι’ αυτό…
Να που ’ρχεται κ’ η Λαμπιτώ.
(Εισέρχεται η Λαμπιτώ)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλώς τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! τι χρώμα!
πώ’χεις, γλυκειά μου! τι γερό και σιδερένιο σώμα!
τι ωμορφιά! που φαίνεται [και λάμπει εδώ και πέρα!]
Και ταύρο θα μπορούσες συ να πνίξης καμμιά μέρα!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Μα τους θεούς, είνε γερό αυτό το σώμα όλο μου.
Γυμνάζομαι ως που χτυπούν κ’ οι φτέρνες μου στον κώλο μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (ψηλαφούσα τα στήθη της Λαμπιτούς)
[Στάσου λιγάκι, στάσου…]
Και τι ωραία που’ ν’ αυτά, φιλτάτη, τα βυζιά σου.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Σας βλέπω που ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε,
λες κ’ είμαι κάποιο σφάγιο [και ήρθα να με σφάξετε.]
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και η κοπέλλα από δω ποια είνε;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Μα τον Δία,
είνε κι αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία–
που έρχεται για λόγου σας.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λοιπόν είμαι βεβαία,
ότι χωράφι εκλεκτό θα’ χεις και συ, Θηβαία.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ (θωπεύουσα την Θηβαίαν)
Εγώ νομίζω μάλιστα πως τούτο το καϋμένο,
θα τό’ χη το χωράφι του και καλλιεργημένο.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και το κορίτσι από δω ποιο είνε;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Μα το Δία
είνε μια κόρη ώμορφη από την Κορινθία.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σαν είν’ από την Κόρινθο, θα’ νε πολύ καλή,
και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο παρδαλή.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Ποιος έκαμε να ’ρθή εδώ ν’ αράξη τούτος όλος
των γυναικών ο στόλος;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εγώ.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα,
τι θέλεις από μένα;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Πες μας λοιπόν, καϋμένη!
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Ναι, λέγε μας, τι τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αμέσως τώρα θα το πω· μα θα ρωτήσω πρώτα,
και θ’ απαντήσετε και εσείς.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Ό, τι κι αν θέλης ρώτα.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σεις δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα-μέρα,
να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα,
που λείπει για τον πόλεμο; γιατί καλά το ξέρω–
πως έφυγαν οι άνδρες σας.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
ΓΥΝΗ Α΄
Και το δικό μου φίλο
μήνες εφτά σωστούς-σωστούς τον έχουνε στην Πύλο.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Και ο δικός μου βιαστικός καμμιά φορά αν έβγη
από τις τάξεις, μού ’ρχεται και δος του ξαναφεύγει.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Καλέ τι λες; από γαμιά
δεν έχει μείνη σπίθα μιά.
Αφ’ ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση,
κ’ εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση
μια οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη,
για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη.
Θέλετε σεις λοιπόν μ’ εμέ, αν τύχη κ’ εύρω τρόπο,
να παύσουμε τον πόλεμο [που ρήμαξε τον τόπο;]
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μα τις θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω
και το πανωφοράκι μου, κι αυτό θα το θελήσω–
και θα το πιώ αυθημερόν.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Κ’ εγώ τι να σας πω;
και αν μου ήταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ
στα δυό, το ’να κομμάτι μου θα το παραχωρούσα.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Στου Ταϋγέτου την κορφή ν’ ανέβω θα μπορούσα
κ’ εγώ, αρκεί να ήξευρα μ’ αυτό πως η ειρήνη
μπορούσε και να γίνη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Να σας το κρύψω δεν μπορώ· κι ακούστε τι θα φτιάσουμε.
Αν θέλετε, γυναίκες μου, τους άνδρες ν’ αναγκάσουμε
να κάμουν την ειρήνη,
η κάθε μιά στον άνδρα της να παύση να το δίνη.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και πώς; για λέγε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έ λοιπόν τι λέτε; τους το φτιάνουμε;
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε,
να γίνη αυτό που λες.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λοιπόν ν’ αποκηρύξουμε τις ανδρικές ψωλές.
(Αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν και άλλαι διατίθενται να φύγουν.)
-Έ! σεις για πού το βάλατε; – Και σεις για πού το στρίψατε;
τι στραβομουτσουνιάσατε; τα μούτρα τι τα κρύψατε;
Τι άλλαξε το χρώμα σας κι αρχίσατε να κλαίτε;
αρνείσθε; ή το κάνετε; τι σκέπτεσθε; δεν λέτε;
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Αρνούμαι· δεν με μέλει.
Ά μπα, μπορεί ο πόλεμος να γίνετ’ όσο θέλει.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (στην Καλονίκη)
Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πης;
Δεν ήσουν συ που έλεγες στα δυο να κοπής;
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Άλλαξε λόγια, άλλαξε! και στη φωτιάν απάνω
να περπατήσω αν αγαπάς,–για χάρη σου το κάνω·
κι αυτό, που λες, το προτιμώ,
παρά της πούτσας τον καϋμό,
γιατί δεν ξεύρω σαν κι αυτή τι άλλο θ’ αποκτήσω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ στη Μυρρίνη
Και συ τι λες;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μα… τη φωτιά κ’ εγώ θα προτιμήσω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Ώ γένος ξεκωλιάρικο! Δικαίως, μα τον Δία,
λένε πως βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία.
Δεν ξέρουμ’ άλλο τίποτα κ’ εμείς [μικραί, μεγάλαι],
παρά ξεροκουνήματα και δος του μπάσε-βγάλε!
Μα κι αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείνει,
μπορεί να κατορθώσουμε οι δυό μας την ειρήνη.
Δος μου λοιπόν την ψήφο σου.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Είνε κακό πολύ
απ’ της γυναίκας το πλευρό να λείπη κ’ η ψωλή
και μόνη να κοιμάται.
Μα η ειρήνη μ’ όλ’ αυτά θαρρώ πως προτιμάται.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εύγε σου, φιλενάδα!
είσαι γυναίκα πειό σωστή απ’ όλες [στην Ελλάδα].
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Θαρρείς πως αν απέχουμε κι απ’ τη δουλειάν εκείνη,
για τούτο–ό μη γένοιτο!–θα κάμουν την ειρήνη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μα τις θεές, είν’ αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες
μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες,
και στα ποκαμισάκια μας αυτά τ’ αμοργινά7--
αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά
και το κουρέψουμε κι αυτό,–οι άνδρες θα λυσσάξουν
απ’ την επιθυμία τους να ρθούν να μας τη σάξουν·
κι όταν θα ιδούν η κάθε μιά ότι γι’ αυτούς δεν τώχει,
τότε να ιδής τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Το ίδιο κι ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη
[στα στήθη γυμνωμένη]
και είδε το βυζί της,
επέταξε το ξίφος του [κ’ εκόλλησε μαζύ της.]
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
κι αν η γυναίκα δεν δεχθή τα δόντια της να δείξη,
ο άνδρας δεν ευφραίνεται.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο μας φαίνεται.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Όσο για μας, θα πείσουμε τους άνδρας μας να γίνη
ειλικρινής ειρήνη·
αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων,
πώς θα πεισθεί τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Για τούτο μη σε μέλη,
κ’ εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλη.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Για την ειρήνη ο λαός δεν κάνει ούτε βήμα,
ενόσω πλοία έχετε κι αμέτρητο το χρήμα,
απάνω στην Ακρόπολι.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Εφρόντισα για τούτο·
θα κυριεύσουμε κι αυτή και όλον της τον πλούτο·
θα παν’ εμπρός οι πειό γρηές, κατά τη συμφωνία,
και τάχα με την πρόφασι να κάνουνε θυσία
θα πιάσουν την Ακρόπολι, ως που να μαζευθούμε
κ’ ημείς, και τι θα κάνουμε εδώ να συσκεφθούμε.
ΛΑΜΠΙΤΩ
Όλα καλά όσα μας λες.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έ Λαμπιτώ, και τώρα
γιατί δεν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα,
κ’ έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε;
ΛΑΜΠΙΤΩ
Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο που θα πιάσουμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αλήθεια· πού ’ν’ η δούλα μου; – Έ, πού κοιτάζεις; Βάλε
συ την ασπίδ’ ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε.
του θύματος, [να κάνουμε τον όρκο].
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Λυσιστράτη,
ποιόν όρκο τάχα θα μας πεις να κάνουμε, φιλτάτη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Όχι, δεν είνε δυνατόν, όρκος για την ειρήνη
σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και πώς θα ορκισθούμε;
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Έν’ άλογο θα βρούμε
άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και πώς λοιπόν η κάθε μιά τον όρκο της θα κάνη;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνη,
ανάποδα τη βάζουμε
κ’ ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε,
κι όρκο σ’ αυτό θα δώσουμε–
(εμφαντικώς)
πως δεν θα το νερώσουμε!....11
ΛΑΜΠΙΤΩ
Ωχ, ωχ! τον όρκο σου αυτόν
κ’ επαίνους να του ψάλουμε δεν είνε δυνατόν.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λοιπόν ας τρέξη μέσα μιά ένα σταμνί να φέρη
και μια λεκάνη.
(Εξέρχεται μια Γυνή και εισέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα).
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Τι σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι!
(Λαμβάνει την λήκυθον)
Τι γλύκα που θα αισθανθή αυτή που θα την πιάση
και, κλουκ, θα την αδειάση.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Άφησε κάτω το σταμνί, και πιασ’ εδώ μπροστά μου!12
(Η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως)
(Η Λυσιστράτη επισήμως):
-Πειθώ! Βασίλισσά μου!
-και συ, ώ στάμνα του γλεντιού! δέξου την ικεσία
των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία.
(Χύνει εις την λεκάνην οίνον)
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Τι αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει!
ΛΑΜΠΙΤΩ
Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τι γλυκά μυρίζει!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση
να ορκισθώ!
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πριν πέση.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έ, Λαμπιτώ! στη στάμνα μας απλώστε το χέρι,
κι ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη,
όπως εγώ θα τον ειπώ· και σεις θα ορκισθήτε
τον όρκο που θα δώσουμε πως δεν θα παραβήτε.
(Υπαγορεύει τον όρκον)
Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
που καυλωμένος θα μου ρθη μεσ’ στο κρεββάτι–
(Η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς:)
–Πες το!
ΚΑΛΟΝΙΚΗ13
Που καυλωμένος θα μου ρθη απάνω στο κρεββάτι.
(μετά τρόμου)
Μου κόπηκαν τα γόνατα, καϋμένη Λυσιστράτη!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και μεσ’ στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και μεσ’ στο σπίτι θα περνώ χωρίς ανδρός παιγνίδια–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Που να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Που να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη–
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη–
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όσο μπορώ χειρότερα θ’ αφήνω να την κάνη.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Όσο μπορώ χειρότερα θ’ αφήνω να την κάνη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Τις Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες,]14
προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Τις Περσικές [παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες]
προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες
που είν’ απάνω στου τυριού τους τρίφτες [σκαλισμένες.]
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πίν’ απ’ το κρασί αυτό
και τον όρκο τον κρατώ.
(πίνει)
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
(παρατηρούσα την Λυσιστράτην πίνουσαν)
Πίν’ απ’ το κρασί αυτό
και τον όρκο τον κρατώ.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
το κρασί νερό να γίνη.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
το κρασί νερό να γίνη.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (προς τας λοιπάς)
Ορκίζεσθε λοιπόν και σεις για όλα;
ΜΥΡΡΙΝΗ
Μα τον Δία!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Φέρε λοιπόν να πιώ εγώ, ν’ αρχίσω τη θυσία.
(Λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη).
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Ε, ε, πού πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση.
Ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν’ αρχίση.
(Ακούεται θόρυβος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη αφίνει την λήκυθον, ενώ
η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει).
ΛΑΜΠΙΤΩ
Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου, και θρήνο;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (παρατηρούσα εκ του παραθύρου.)
Ησύχασ’, είν’ εκείνο–
που είχα πη προτήτερα· οι πειό γρηές εφθάσανε,
και πήγαν στην Ακρόπολι και το ναό επιάσανε.
-Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσης
όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποιήσης,
τις άλλες δε Λακώνισσες όμηρους θα κρατήσουμε·
ημείς δε στην Ακρόπολι και τις λοιπές θα κλείσουμε
κ’ εκεί θ’ αμπαρωθούμε.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Καλά· για να σου πούμε:
Κι οι άνδρες [απ’ την πόλι]
αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Λίγο με μέλει πειά γι’ αυτούς· φωτιά δεν θα ’χουν τόση
ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώση–
η βία, τόσο εύκολα τις πόρτες μας ν’ ανοίξουν,
εάν δεν αποδείξουν
ότι τους όρους τους λαμπρούς, που οι γυναίκες θέσανε,
αυτοί τους εκτελέσανε.
ΚΑΛΟΝΙΚΗ
Μα τη θεά! και βέβαια· κι αν δεν τα βρούνε σκούρα,
δειλή να ειπούν την κάθε μιά και παληοπατσαβούρα!
(Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευταία κενώνει
ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου).
ΑΥΛΑΙΑ
[Σημείωση του μεταγραφέα. Στο σημείο αυτό από τη μετάφραση λείπουν μερικοί στίχοι τους οποίους μεταφέρουμε εδώ στο πρωτότυπο:
ΛΥΣ. Το του Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην.ΚΑΛ. Φλυαρία ταύτ’ εστί τα μεμιμημένα.Εάν λαβόντες δ’ ες το δωμάτιο βιαέλκωσιν ημάς;ΛΥΣ. Αντέχου συ των θυρών.ΚΑΛ. Εάν δε τύπτωσιν;ΛΥΣ. Παρέχειν χρη κακά κακώς.Ου γαρ ένι τούτοις ηδονή τοις προς βίαν.Κ’άλλως οδυνάν χρη: καμέλει ταχέως πάνυ απερούσιν....]
[Закрыть]