Faqat Litresda o'qing

Kitobni fayl sifatida yuklab bo'lmaydi, lekin bizning ilovamizda yoki veb-saytda onlayn o'qilishi mumkin.

Kitobni o'qish: «Η τρικυμία»

Shrift:

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

ΑΛΟΝΖΟΣ, βασιλέας της Νεάπολις

ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, αδελφός του.

ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ, ο νόμιμος δούκας του Μιλάνου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ, αδελφός του, ο άνομος δούκας του Μιλάνου.

ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, υιός του βασιλέα της Νεάπολις.

ΓΟΝΖΑΛΟΣ, τίμιος γέροντας, σύμβουλος του βασιλέα της Νεάπολις.

ΑΔΡΙΑΝΟΣ, )

) Ευγενείς

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ,)

ΚΑΛΙΜΠΑΝ, άγριος και κακόμορφος δούλος.

ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, ξεφαντωτής.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ, μέθυσος κελλάρης.

Καραβοκύρης, πλωτάρης και ναύταις.

ΜΙΡΑΝΤΑ, θυγατέρα του Προσπέρου.

ΑΡΙΕΛ, αέριο Πνεύμα.

Η ΔΗΜΗΤΡΑ. )

Η ΗΡΑ. )Πνεύματα

ΝΥΜΦΑΙΣ. )

ΘΕΡΙΣΤΑΔΕΣ.)

Άλλα Πνεύματα, που υπηρετούν τον ΠΡΟΣΠΕΡΟ.

ΣΚΗΝΗ. – Κατ' αρχάς ένα καράβι στη θάλασσα· έπειτα ένα έρημο νησί.

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

Καράβι' ς την θάλασσα· θαλασσοζάλη με βροντές και μ' αστραπές

(Μπαίνουν ο ΚΑΡΑΒΟΚΥΡΗΣ και έπειτα ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ}.

ΚΑΡΑΒ. Πλωρήτη, —

ΠΛΩΡ. Εδώ, αφέντη – πώς ακούς την καρδιά σου;

ΚΑΡΑΒ. Καλά· φώναζε τους ναύταις· βάλε όλα σου τα δυνατά, ειδεμή θα τσακισθούμε. (Βγαίνει).

(Μπαίνουν Ναύταις).

ΠΛΩΡ. Ελάτε, φίλοι μου· σαν παλληκάρια, παιδιά μου· με καρδιά, με καρδιά· μαζώξτε το τρίτο πανί· το νου σας στη σφυρίχτρα του καραβοκύρη. – Φύσα, ξεθύμανε όλο σου τον αγέρα, αν σε χωράη ο τόπος!

(Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ και άλλοι).

ΑΛΟΝΖ. Καλέ Πλωρήτη, φρόντιζε· πού είναι ο καραβοκύρης; κάμετε ωσάν άνδρες.

ΠΛΩΡ. Γεια, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω.

ΑΝΤΩΝ. Πλωρήτη, πού είναι ο καραβοκύρης;

ΠΛΩΡ. Δεν τον ακούτε; Εσείς χαλάτε τους κόπους μας. Μείνετε στες κάμαρές σας· εσείς βοηθάτε την τρικυμία.

ΓΟΝΖ. Έλα, φίλε μου, ολίγ' υπομονή.

ΠΛΩΡ. Αν την είχε το πέλαο. Όξ' από ‘δώ! Έγνοια πώχουν για τον βασιλέα αυτά πού μουγκρίζουν! Κάτω· σιγάτε· μη μας σκοτίζετε.

ΓΟΝΖ. Καλό· μόν' θυμήσου ποίους έχεις εδώ μέσα.

ΠΛΩΡ. Δεν έχω κανένα που ν' αγαπάω καλύτερ' από τον εαυτό μου· του λόγου σου είσαι σύμβουλος· πρόσταξε, αν ημπορής, τούτα τα στοιχεία να βουβαθούνε, και κάμε την ειρήνη ανάμεσό τους, κ' εμείς πλια δεν τραβάμε σχοινί· ας κάμ' η εξουσία σου· αν δεν ημπορείς, κάτεχέ μας χάρη ότι έζησες τόσο, και πήγαινε στην κάμαρή σου, ετοιμάσου για τη συμφορά, αν θε να φθάση, (Προς τους ναύταις). Έξυπνα, παιδιά μου, – Όξω από τη μέση, σας είπα. (Βγαίνει).

ΓΌΝΖ. Εγώ πέρνω μεγάλη παρηγοριά απ' αυτό το υποκείμενο· φαίνεταί μου, αυτός δεν είναι για πνίμμα· μοιάζει όλος για την κρεμάστρα. Κράτει σφικτά, μοίρα καλή, το φούρκισμά του! Τη θηλειά, που του φυλάς, κάμε την για μας παλαμάρι, γιατί, ολίγ' ωφελούν τα δικά μας! Ανίσως αυτός δεν εγεννήθηκε για την κρεμάλα η θέση μας είναι ελεεινή. (Βγαίνουν).

Μπαίνει ο ΠΛΩΡΗΤΗΣ)

ΠΛΩΡ. Κάτω το μεγάλο κατάρτι· σφικτά. Κάτω· παρακάτω μαζώξτε όλα τα πανιά, αφήστε μοναχά το μεγάλο. (Ακούεται κραυγή από μέσα). Πανούκλα στα φωνατά τους! τόσο δεν βροντάει ο καιρός, ούτε αυτό μας το έργο. (Μπαίνουν ο Σεβαστιανός, ο Γονζάλος και ο Αντώνιος). Πάλι πίσω; τι κάνετ' εδώ; θα τ' αφήσουμε γι' απελπισμένο; και θα πνιγούμε; σας αρέσει να βουλήσουμε;

ΣΕΒΑΣΤ. Φάουσα στο λάρυγγά σου. άπονο σκυλί, φωνάρα και βλάσφημε!

ΠΛΩΡ. Δουλεύτε σεις, κάνε.

ΑΝΤΩΝ. Στη φούρκα, σκυλί, στη φούρκα! ληστή, που άλλο δεν ξέρεις ειμή να κάνης αντάρες και να βρίζης· σκιαζόμασθε να πνιγούμε λιγώτερό σου.

ΓΟΝΖ. Τούτος δεν πνίγεται, σας βεβαιώνω εγώ, και ας ήτουν το καράβι μας καρυδοτσέφλι κ' ευκολόπαρτο ωσάν καλοπέσουλη κόρη.

ΠΛΩΡ. Ας βγούμ' όξω· απλώστε τα δυο χαμηλά πανιά, και πάλι στ' ανοικτά.

(Μπαίνουν ναύταις βρεμμένοι).

ΝΑΥΤ. Όλα χαμένα! στα πατερμά μας! στα πατερμά μας! όλα χαμένα!

(Βγαίνουν).

ΠΛΩΡ. Τι; θα κρυώσουν τα χείλη μας;

ΓΟΝΖ. Ο βασιλέας και ο υιός του δέονται! ας κάμουμε το αυτό κ' εμείς, διότι το ίδιο μας μέλλεται.

ΣΕΒΑΣΤ. Σκάζω από τη χολή μου.

ΑΝΤΩΝ. Πες που μεθυστάδες ερρίξανε τη ζωή μας! κύτταξ' εκείνον τον ληστή, τον πλατυλάρυγγα! α! να σε ξεπλύνουν δέκα φορές τα ρεύματα πριν αποπνιγής!

ΓΟΝΖ. Θα κρεμασθή, σας είπα· αγκαλά κάθε ρανίδα άρμης, ορκίζεται το ενάντιο, και χάσκει πλατειά να τον καταπιή. (Ανακατωμένες φωνές από μέσα: Θε! Ελέησέ μας! βουλάμε, βουλάμε! – έχετε γεια, γυναίκα μου, και παιδιά μου! έχε γεια, αδελφέ! βουλάμε, βουλάμε, βουλάμε!)

ΑΝΤΩΝ. Ας πάμε σιμά στον βασιλέα να βουλήσωμ' όλοι μαζή του. (Βγαίνει).

ΣΕΒΑΣΤ. Πάμε να τον αποχαιρετήσουμε. (Βγαίνει).

ΓΟΝΖ. Τώρα εγώ έδινα χίλια μίλια θάλασσα για μία ζευγιά άκαρπο χώμα· ας ήτουν μακρουλό ρίκι, βράχλο μαυρουδερό, ό,τι θέλεις· του θεού το θέλημ' ας γένη! αλλ' αγαπούσα καλύτερα να πεθάνω στεγνός. (Βγαίνει).

ΣΚΗΝΗ Β'

(Μπαίνουν ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ).

ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι, που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα, κατασυντριμμένο! Αχ! ίσια κατά την καρδιά μου ήρθε κ' έκρουσ' εκείν' η βοή! Οι άμοιροι! εχαθήκαν! Αν ήμουν εγώ τότε ένας μεγαλοδύναμος θεός, θα εβύθιζα μέσα στη γη τα πέλαγα, πριν καταπιούν έτσι το καλό πλεούμενο, μ' όσες απάνω του εβαστούσε ψυχές!

ΠΡΟΣΠ. Ησύχασε· μην τρέμης άλλο· λέγε της ελεητικής καρδιάς σου ότι κανένα κακό δεν έγινε.

ΜΙΡ. Ω! ημέρα του πόνου!

ΠΡΟΣΠ. Κακό κανένα. Τάκαμ' όλα για την φροντίδα πώχω για σε, (για σε, μονάκριβή μου θυγατέρα!) που αγνοείς, ποία είσαι, διότι δεν γνωρίζεις πόθεν κατάγομ' εγώ· ούτε πως είμαι πολύ καλύτερος απ' ό,τι φαίνομαι, και για τον Πρόσπερο μεγαλύτερα δεν ηξέρεις, ειμή πως είναι νοικοκύρης ενός φτωχού σπηλαίου και πατέρας σου.

ΜΙΡ. Ο νους μου δεν εγύρεψε ποτέ να μάθη άλλα.

ΠΡΟΣΠ. Είναι καιρός να σου μάθω περισσότερα. Δος μου ένα χέρι να βγάλω το μαγικό φόρεμά μου. Έτσι. (Βάνει κάτω τη χλαμύδα του). – Τέχνη μου, στέκ' αυτού. – Στέγνωσε τα μάτια σου· παρηγορήσου. Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, – όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.

ΜΙΡ. Πολλές φορές αρχίνησες να μου ειπής ποία είμαι, πλην έμεινες, και μ' άφησες σε μάταιην έρευνα, τελειώνοντας με το: στάσου, όχι ακόμη.

ΠΡΟΣΠ. Ιδού, η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.

ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι.

ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει.

ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν;

ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες. Μιράντα· αλλά πώς σώζετ' αυτό ζωντανό μέσα στο νου σου; Τι άλλο ακόμα ξανοίγεις οπίσω σου στη σκοτεινήν άβυσσο του καιρού; Αφού κάτι θυμάσαι πριν έρθης εδώ, δύνασαι να θυμάσαι και το πώς ήρθες εδώ.

ΜΙΡ. Αυτό δεν το θυμάμαι.

ΠΡΟΣΠ. Δώδεκα χρόνους κ' εδώ, Μιράντα, δώδεκα χρόνους κ' εδώ, ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και δυνατός μονάρχης.

ΜΙΡ. Αφέντη, δεν είσαι ο πατέρας μου;

ΠΡΟΣΠ. Η μητέρα σου ήταν τιμημένη, και αυτή σ' έλεγε θυγατέρα μου· και ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και μόνη του κληρονόμα μία βασιλοπούλα από το γενναίο του αίμα.

ΜΙΡ. Ω Θε! ποία άσχημη μηχανή μας έκαμε κ' εφύγαμ' από κει; ή μήπως ήταν για μας τ' ουρανού χάρη;

ΠΡΟΣΠ. Και τα δύο, κόρη μου, και τα δύο· άσχημη μηχανή, ως είπες, μας έσυρ' από κει, και τ' ουρανού χάρη μας έσωσ' εδώ.

ΜΙΡ. Ω! μου κλαίει η καρδιά ενώ φαντάζομαι πόση θλίψη θα σου επροξένησα τότε κ' εγώ δεν το θυμάμαι! Λέγε, αν αγαπάς.

ΠΡΟΣΠ. Ο αδελφός μου, και θείος σου, τόνομα Αντώνιος. – πρόσεχε, παρακαλώ σε, – ένας αδελφός να βρεθή τόσον άπιστος! – εκείνος, που κατόπι σου, κόρη μου, ήταν ο πολυαγαπητός μου, και του είχα θαρρέψει τη βασιλεία μου, που ανάμεσα στα άλλα κράτη επρώτευε τότε, διότι εις το αξίωμα ο πλέον μεγάλος δούκας ελογιάζετο ο Πρόσπερος, και, για τες ελεύθερες τέχνες, ασύγκριτος. Εις τούτες ενώ εγώ είχα όλον τον νου μου, του αδελφού μου επαράδωσα την κυβέρνηση, και της βασιλείας μου έγινα ξένος, ενώ μ' είχε αρπάξει η αγάπη της μυστικής σπουδής, κ' ήμουν εις εκείνη βυθισμένος. Ο δολερός θείος σου, – ακούς;

ΜΙΡ. Μ' όλη μου την προσοχή, αφέντη.

ΠΡΟΣΠ. Αφού έμαθε μία φορά πώς να στέργη στα ζητήματα, πώς να τ' αρνιέται, ενός να δίνη ύφος, άλλου να κόφτη την περισσή κορυφή, αυτός εξανάπλασε τα πλάσματα που ήταν δικά μου· εννοώ, ότι από τα υποκείμενα άλλα άλλαξε, και άλλα εξαναμόρφωσε, κ' έχοντας το κλειδί τόσο του επαγγελματικού όσο του επαγγέλματος, εσυμφώνησε όλες τες καρδιές εις το Κράτος όπως άρεσε της ακοής του· εις τρόπον ώστε, ιδού, αυτός εγίνη ο κίσσερας, που έκρυψε τη βασιλική μου ρίζα, κ' ερρούφηξε από πάνου της την χλωρασιά μου. – Δεν προσέχεις. Παρακαλώ, άκουε με.

ΜΙΡ. Γλυκέ μου πατέρα, αφοκράζομαι.

ΠΡΟΣΠ. Το να είμαι, ως είπα, αδιάφορος εις τα κοσμικά τέλη, και όλος αφιερωμένος εις την μοναξιά, και εις το να πλουτίζω τον νου μου με πράμμα που, ανίσως δεν ήταν, όπως είναι, απόκρυφο, άξιζε για όσα θαυμάζει ο κόσμος, αυτό εξύπνησε την κακή προαίρεση του δολερού αδελφού μου, και το θάρρος μου, καθώς τυχαίνει ενός καλού γονέα, εγέννησε μέσα εις εκείνον μίαν δολιότητα, στο ενάντιο της τόση, όσο ήταν το θάρρος μου· άμετρο θάρρος τωόντι, τέλεια εμπιστοσύνη! Αυτός, βλέποντας εις τα χέρια του όχι μόνον όλα τα εισοδήματά μου, αλλά και όσα άλλα μπορούσε να πάρη η εξουσία μου, – ωσάν ο άνθρωπος, που με το να ξαναλέη ένα ψέμμα έκαμε το θυμητικό του να φταίη τόσο της αλήθειας, όστε αυτός ο ίδιος να πιστεύη το ψέμμα του, – επίστεψε ότι τωόντι αυτός ήταν ο δούκας, ενώ ενεργούσε στο ποδάρι μου, κ' εφορούσε το πρόσωπο της βασιλικής αρχής με κάθε προτέρημά της· – απ' αυτά μεγαλώνοντας η φιλαρχία του, – ακούς;

ΜΙΡ. Η ιστορία σου, αφέντη, θα έδινε την ακοή των κουφών.

ΠΡΟΣΠ. Για ν' αφανίση την χώριση, που τον διέκρινε ακόμη από το υποκείμενο, που αυτός επαράσταινε, θέλει εξ ανάγκης να γενή αληθινός δούκας του Μιλάνου. Εμένα, του μαύρου, ήταν η βιβλιοθήκη μου αρκετή δουκαρχία! Τι άξιζα εγώ, εις τη γνώμη του, για κοσμικές βασιλείες; Κάνει συμμαχία (τόσο τον έφρυξε η δίψα της βασιλείας!) με τον βασιλέα της Νεάπολης, τάζοντας του χρονικό δόσιμο και προσκύνημα, υποτάζοντας εις την κορώνα εκεινού το στεφάνι του, αναγκάζοντας την δουκαρχία, έως τότε ολόρθη, (αλλοίμονον, ταλαίπωρο Μιλάνο!) να σκύψη με μεγάλην ατιμία.

ΜΙΡ. Ω Ουρανέ!

ΠΡΟΣΠ. Σημείωσε τη συμφωνία, και ό,τι ακολούθησε, και έπειτα λέγε μου αν τούτος ήταν αδελφός.

ΜΙΡ. Θ' αμάρταινα να μη στοχαστώ αξιόλογα για τη μητέρα σου· καλές λαγόνες έφεραν κακά τέκνα.

ΠΡΟΣΠ Τώρα η συμφωνία. Ο Βασιλεύς της Νεάπολης, παλαιός εχθρός μου, στέργει στα ζητήματα του αδελφού μου· δηλαδή ότι σ' αμοιβή της προσκύνησης και του δοσίματος, τα οποία επροείπα, εκείνος αμέσως να με βγάλη σύρριζα από το κράτος μου, εμέ και το αίμα μου, και να παραδώση του αδελφού μου τωραίο Μιλάνο μ' όλες τες τιμές· σύμφωνα, αφού εμαζώχθηκε ένα προδοτικό στράτευμα, το διωρισμένο μεσανύκτι, ο Αντώνιος ανοίγει τες πύλες του Μιλάνου, και στη νεκρήν ώρα της νυκτός οι προσταγμένοι υπηρέτες γοργά μας άρπαξαν, εμέ και σένα όλη κλάυματα.

ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω.

ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη.

ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε;

ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί. Ακριβή μου, δεν ετόλμησαν, (τόσην αγάπη μου είχε ο λαός μου), ούτε ηθέλησαν η πράξη τους να σημειωθή με το αίμα, αλλά με χρώματα ωραιότερα εζωγράφισαν τη μαύρη βουλή τους. Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε!

ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανό – ενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση.

ΜΙΡ. Πώς αράξαμε;

ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι. Είχαμε κάμποση τροφή, και κάμποσο νερό, που ένας ευγενής Νεαπολίτης, λεγόμενος Γονζάλος (επιφορτισμένος τότε να εκτελέση όλο αυτό το σχέδιο) σπλαχνικά μας είχε δώσει, μαζή με λαμπρά φορέματα, πανικά, ρούχα, και άλλα χρειαζόμενα, που έως τώρα πολύ μας ωφέλησαν· ομοίως απ' αγαθοσύνη του, γνωρίζοντας πόσο εγώ αγαπούσα τα βιβλία μου, εκείνος μ' επρόβλεψε μέσ' από τη βιβλιοθήκη μου με βιβλία, που εγώ τιμώ περισσότερο από το θρονί μου.

ΜΙΡ. Να έβλεπα έναν καιρό αυτόν τον άνθρωπο!

ΠΡΟΣΠ. Τώρα σηκώνομαι. – Κάθου, και άκουσε το τέλος του θαλασσινού μας παραδαρμού. Εδώ, εις τούτο το νησί, εσωθήκαμε, κ' εδώ εγώ, δάσκαλός σου, σ' επρόκοψα καλύτερ' απ' ό,τι μπορούν άλλοι βασιλείς, που έχουν περισσότερην ευκαιρία για μάταιες ώρες, και δασκάλους όχι επιμελείς.

ΜΙΡ. Από τον Θεό νάχης τη χάρη! Αλλά, παρακαλώ σε, αφέντη, (γιατί αυτός ο στοχασμός δεν μ' αφίνει ανασασμό) τι σε παρακίνησε να σηκώσης τούτη τη θαλασσοταραχή;

ΠΡΟΣΠ. Μάθε ακόμη και τούτο. – Η ευεργέτρια τύχη, τώρα ακριβή κυρά μου, εκατάφερε (παράδοξο πράμμα!) τους εχθρούς μου εις τούτο τακρογιάλι· και εις το προαιρετικό μου βρίσκω ότι το ζενίθ μου κυβερνιέται από ένα ευτυχισμένον άστρο, του οποίου ανίσως εγώ δεν καλοπιάσω τώρα την ενέργεια, αλλά την παρατρέξω, η κατάσταση μου κατόπι μέλλει πάντα να ξεπέση. – Τώρα μην ερωτάς παρέκει. Κλίνεις στον ύπνο· αυτή η νύστα είναι καλή· μη την διώξης. Ξέρω πως δεν δύνασαι να κάμης αλλιώς, (Η Μιράντα αποκοιμιέται). Έβγα, υπηρέτη· έλα· είμ' έτοιμος τώρα. Σίμωσε, Άριελ μου· έλα.

(Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ).

ΑΡΙΕΛ. Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα.

ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα;

ΑΡΙΕΛ. Δεν άφησα το παραμικρό. Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα· κάποτ' εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι, στα ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ' έκαναν τα τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα.

ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα;

ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. Του βασιλέα ο υιός, ο Φερδινάνδος, μ' ολόρθα μαλλιά (καλάμια τότε, όχι μαλλιά), επρωτοπήδησε μέσα στο πέλαο φωνάζοντας. «άδειασ' η Κόλαση, κ' οι ευδαίμονες όλοι είναι δω μέσα».

ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;

ΑΡΙΕΛ. Σιμά τελείως, Κύριε μου.

ΠΡΟΣΠ. Αλλ' εσωθήκανε. Άριελ;

ΑΡΙΕΛ. Δεν εχάθη τρίχα. Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.

ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο;

ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι. Σ' εκείνον τον απόσκεπον λιμένα, απ' όπου ένα μεσανύκτι μ' εσήκωσες να πάω να σου φέρω δροσιά μέσ' απ' τες καταπολεμημένες Βέρμουθες, εκεί τόχω κρυμμένο· οι ναύταις κοίτοντ' όλοι πλαγιασμένοι αποκάτω εις το κατάστρωμα, γιατί από τον κόπο καταδυνατισμένους εύκολα μ' ένα μάγευμα τους αποκοίμισα· όσο για τάλλα καράβια, που 'χα περισκορπίσει, εματάσμιξαν όλα, και πλέουνε στα Μεσόγαια πέλαγα, κινημένοι θλιβερά προς την Νεάπολη, θαρρώντας πως είδαν του βασιλέα το καράβι καταποντισμένο, και το μέγα υποκείμενό του χαμένο.

ΠΡΟΣΠ. Άριελ, με ακρίβεια έκαμες το θέλημα· αλλά περισσεύει ακόμη δουλειά. Πόσο έχει η μέρα;

ΑΡΙΕΛ. Το μεσημέρι επέρασε.

ΠΡΟΣΠ. Από μίαν ώρα τολιγώτερο. Το διάστημα καιρού από τώρα έως τες έξη πρέπει να οικονομηθή από μας πολύτιμα.

ΑΡΙΕΛ. Άλλος κόπος πάλι; Αφού με κάνεις να κοπιάζω, ας σου θυμίσω κάνε κ' εγώ [εσύ] το τι μώταξες, και ακόμη δεν είδα.

ΠΡΟΣΠ. Γεια, γεια, βαργομάς: τι μπορείς να ζητάς;

ΑΡΙΕΛ. Την ελευθερία μου.

ΠΡΟΣΠ. Πριν αποσωθή ο καιρός; μην το ξαναπής.

ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο.

ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα;

ΑΡΙΕΛ. Όχι.

ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος.

ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε.

ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες;

ΑΡΙΕΛ. Όχι, Κύριε.

ΠΡΟΣΠ. Την ελησμόνησες· πού εγεννήθηκε; μίλησε, λέγε μου.

ΑΡΙΕΛ. Κύριε, εις το Αλγέρι.

ΠΡΟΣΠ. Α! αυτού εγεννήθηκε; Πρέπει κάθε μήνα να σου ιστορώ ποίος ήσουν άλλη φορά, γιατί το λησμονάς. Αυτή την τρισκατάρατη στρίγλα, την Συκόρακα, εξ αιτίας από κρίματα πλήθια, και μάγια τρομαχτικά να τα δέχετ' ανθρώπου ακοή, την εξώρισαν από το Αλγέρι, καθώς ηξέρεις· ηθέλησαν να της χαρίσουν τη ζωή, για κάποιο τι που είχε κάμει· ψέμματα ;

ΑΡΙΕΛ. Αλήθεια, Κύριε.

ΠΡΟΣΠ. Έφεραν τη γαλανομμάτα στρίγλα εγγαστρωμένη, κ' εδώ την άφησαν οι ναύταις. Εσύ, τώρα σκλάβος μου, ήσουν τότε, ως εσύ ο ίδιος ανέφερες, δούλος εκείνης· και επειδή ήσουν πνεύμα πάρα αξιόλογο για να ενεργάς τα καταχθόνια και επικατάρατα θελήματα, εσύ δεν υπάκουες εις τες μεγάλες προσταγές της, όσο που εκείνη, με το χέρι των πλέον δυνατών υπουργών της, και εις την αμέρωτη οργή της, σ' έκλεισε μέσα σε μια ραϊσμένη κουκουναριά, και σ' εκείνη τη σχισματιά φυλακωμένος έμεινες με πάθη δώδεκα χρόνους. Εις αυτό το διάστημα εκείνη απέθανε, και σ' άφησε εκεί. όπου εστέναζες όσο γοργά βροντάει μυλόπετρα· τότε ετούτο το νησί (όξω από το παιδί που εκείνη εγέννησ' εδώ, ένα παρδαλό σκυλόπουλο, στριγλοβγαλμένο), δεν το ετιμούσε ανθρώπου μορφή καμμία.

ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα· το παιδί της, ο Κάλιμπαν.

ΠΡΟΣΠ. Το είπα κ' εγώ, ανόητο πράμμα· εκείνος ο Κάλιμπαν, τον οποίον εγώ έχω δούλο τώρα· κανείς δεν ηξέρει καλύτερά σου σε ποίο μαρτύριο σ' ηύρα· ο βογγητός σου έκανε τους λύκους να μουγκρίζουν, και τον αγροίκα κατάκαρδα η πάντα θυμωμένη αρκούδα· ήταν μαρτύριο για τους κολασμένους, ούτε αυτή η Συκοράς δεν είχε δύναμη να το λύση· η τέχνη μου εστάθη, όταν έφθασα εδώ και σ' άκουσα, που έκαμε την κουκουναριά κι' άνοιξε, και σ' απόλυσε.

ΑΡΙΕΛ. Ευχαριστώ σε, Κύριε.

ΠΡΟΣΠ. Γόγγυζε ακόμη, και σχίζω ένα ιδρύ, και σε μπήχνω σφήνα στα καμπωτερά του σπλάχνα, να βοάς εκεί μέσα δώδεκα χειμώνες.

ΑΡΙΕΛ. Συγχώρησέ με, Κύριε. Θέλει προσέχω εις την προσταγή· και το πνευματικό μου έργο θέλει το κάνω ήμερα.

ΠΡΟΣΠ. Έτσι κάμε, και πάνω σε δύο ημέραις σε απολύω.

ΑΡΙΕΛ. Ιδού ο αγαθός Κύριος μου! Τι έχω να κάμω; λέγε τι; τι έχω να κάμω;

ΠΡΟΣΠ. Πήγαινε μορφώσου νύμφη θαλασσινή· ας μην είσαι υποκείμενος εις άλλην όραση παρά τη δική μου· αόρατος για κάθε άλλη κόρη οφθαλμού. Πήγαινε λάβε αυτό το σχήμα, και εις αυτό μέσα γύρισ' εδώ. Τρέχα με σπουδή. (Ο Άριελ βγαίνει). – Ξύπνα, καρδούλα μου, ξύπνα! εκοιμήθηκες αρκετά. Ξύπνα!

ΜΙΡ. Η παράδοξη ιστορία σου μου έφερε βάρος.

ΠΡΟΣΠ. Ξετίναξε το. Έλα, πάμε να εύρουμε τον δούλο μου, τον Κάλιμπαν, όπου δεν μας αποκραίνεται ποτέ ανθρωπινά.

ΜΙΡ. Εκείνος, αφέντη, είναι ένας αχρείος, που δεν μ' αρέσει να βλέπω.

ΠΡΟΣΠ. Αλλ' όποιος και αν είναι, πώς να τον υστερηθούμε; εκείνος μας ανάβει φωτιά, μας φέρνει ξύλα, μας κάνει αναγκαίες υπηρεσίες. Ε! σκλάβε! Κάλιμπαν! χώμα, που είσαι; ξεβουβάσου!

ΚΑΛΙΜΠ. (από μέσα). Μέσα είναι ξύλα αρκετά.

ΠΡΟΣΠ. Έβγα όξω, σου λέω· χρειάζεσαι γι' άλλη δουλειά. Έβγα, έβγα, χελώνα! Κ' έτσι;

(Γυρίζει ο ΑΡΙΕΛ ωσάν Θαλασσονύμφη).

ΠΡΟΣΠ. {Προς τον Άριελ). Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί.

ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. (Ο Άριελ βγαίνει).

ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω!

(Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ).

ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!

ΠΡΟΣΠ. Για τούτα, που είπες, μείνε βέβαιος, βράδυ θέλει σου έρθουν μουδιάσματα, και στα νεφρά τόσα βελόνια, που να σου κλείσουν την αναπνοή· ίσκιοι, όσο διάστημα της νυκτός έχουν το ελεύθερο, δεν θα σου αφήσουν ανάπαψη· θα τσιμπηθής πυκνά πυκνά σαν την κηρήθρα, με τσιμπησιές αψύτερες από το κεντρί της μέλισσας, που την δουλεύει.

ΚΑΛΙΜΠ. Θα γιωματίσω. Τούτο το νησί είναι δικό μου· τώχω από την Συκόρακα τη μητέρα μου, και συ μου το πέρνεις. Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! – Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.

Yosh cheklamasi:
12+
Litresda chiqarilgan sana:
13 oktyabr 2017
Hajm:
80 Sahifa 1 tasvir
Tarjimon:
Mualliflik huquqi egasi:
Public Domain

Muallifning boshqa kitoblari