Faqat Litresda o'qing

Kitobni fayl sifatida yuklab bo'lmaydi, lekin bizning ilovamizda yoki veb-saytda onlayn o'qilishi mumkin.

Kitobni o'qish: «Αντώνιος και Κλεοπάτρα»

Shrift:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, η Τιτάνειος ερωτική τραγωδία κατά τον Brandes εδημοσιεύθη τω 1623 γραφείσα τω 1607 ή περί τας αρχάς του 16ου και παρασταθείσα κατά πρώτον την 20 Μαΐου του έτους τούτου. Είναι, γράφει ο Άγγλος κριτικός Coleridge, η αρίστη των ιστορικών τραγωδιών του Σαίξπηρ, έργον αξιοθαύμαστον, εφάμιλλον του Χάμλετ, του Οθέλου, του Μάκβεθ και του Ληρ. Πολλά ομώνυμα δράματα είχον γραφή εν Αγγλία προ της δημοσιεύσεως του Σαιξπηρείου έργου, αλλά δύο μόνον εκ τούτων είνε άξια μνείας, η «Κλεοπάτρα» του Daniel δημοσιευθείσα τω 1594 και η «Τραγωδία του Αντωνίου» μεταφρασθείσα εκ της γαλλικής υπό της κομήσσης Pembroke. Αλλ' ούτε τα έργα ταύτα ούτε άλλο τι εκ των πολλών επί του θέματος τούτου γραφέντων εν Ιταλία είχεν, ως φαίνεται, υπ' όψιν ο Σαίξπηρ κατά την συγγραφήν της Τραγωδίας του, ης την υπόθεσιν αρύεται εξ ολοκλήρου εκ του βίου του Μάρκου Αντωνίου, ον ανεγίνωσκεν εν τη Αγγλική μεταφράσει του Πλουτάρχου, γενομένην ως γνωστόν υπό του Θωμά Χορθ εκ της γαλλικής μεταφράσεως του Amyoi. Ό Άγγλος κριτικός Arthur Symons γράφει: &Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα& είνε, νομίζω, το θαυμασιώτερον των Σαιξπηρείων δραμάτων, ιδίως, διότι η Κλεοπάτρα είνε η εξαισιωτέρα μορφή των γυναικείων χαρακτήρων ους εδημιούργησεν ο μέγας δραματοποιός. Όχι δε μόνον, προσθέτει, η θαυμασιωτέρα των γυναικείων χαρακτήρων, αλλ' ίσως η θαυμασιοτάτη των γυναικών.

Ο ενθουσιασμός ούτος του Symons, γράφει ο Brandes, υπερβαίνει ίσως τα όρια, αλλά βέβαιον είνε ότι το μέγιστον των θελγήτρων του αριστουργήματος τούτου αποτελεί η μορφή της Κλεοπάτρας, διαγραφείσα με τον καλλιτεχνικόν ενθουσιασμόν του Σαίξπηρ και την βαθυτάτην αυτήν του πείραν του κόσμου. Αλλά το μεγαλείον του παγκοσμίου ιστορικού δράματος προέρχεται εκ της απαραμίλλου τέχνης μεθ' ης συνέθεσε τας προσωπικάς σχέσεις των δύο εραστών προς την ιστορίαν και την τύχην ισχυρών κρατών. Ακριβώς δε όπως ο όλεθρος του Αντωνίου προέρχεται εκ των μετά της Κλεοπάτρας σχέσεών του, ούτω και η πτώσις της Ρωμαϊκής Αξιοκρατίας προέρχεται εκ της επαφής της σκληραγωγίας της Δύσεως προς την Ανατολικήν ακολασίαν. Ο Αντώνιος αντιπροσωπεύει την Ρώμην και η Κλεοπάτρα την Ανατολήν. Όταν ούτος πίπτη θύμα της Ανατολικής ηδυπαθείας, φαίνεται ως εάν το Ρωμαϊκόν μεγαλείον και η Ρωμαϊκή Δημοκρατία συναποθνήσκωσι μετ' αυτού. Ούτε η τυραννική διοίκησις ούτε η δολοφονία του Καίσαρος, αλλά το μετά δεκατέσσαρα έτη επελθόν κατασύντριμμα του Ρωμαϊκού μεγαλείου, μας παρουσιάζει την τελικήν πτώσιν της γηραιάς παγκοσμίου δημοκρατίας και εμποιεί ημίν αίσθημα γενικής καταστροφής, ην εν τω δράματι τούτω, όπως και εν τω Ληρ, προτίθεται να παραστήση ο Σαίξπηρ.

Δεν είνε τραγωδία ιδιωτικής, περιωρισμένης φύσεως, ως η υπόθεσις του Οθέλλου· δεν υπάρχει εδώ ως εν τω Χάμλετ ο νέος Φορτίμβρας όστις υπόσχεται περί αισιωτέρου μέλλοντος. Η νίκη του Οκταβίου ουδένα δοξάζει και ουδέν υπόσχεται. Όχι· η μεγάλη εικών, ην ο Σαίξπηρ είχε κατά νουν να ζωγραφήση αφ' ης στιγμής είλκυσεν αυτόν το σοβαρόν τούτο θέμα, ήτο η εικών της καταστροφής του κόσμου.

Το δράμα τούτο, γράφει ο Hazlitt, παρουσιάζει ωραίαν εικόνα της Ρωμαϊκής υπερηφανείας και της Ασιατικής μεγαλοπρεπείας. Εν τω αγώνι δε μεταξύ των δύο τούτων χωρών η κυριαρχία του κόσμου φαίνεται αμφίρροπος, «όπως το πτίλον του κύκνου,

&Όπερ φέρεται επί των ανυψουμένων κυμάτων Και προς ουδεμίαν κλίνει διεύθυνσιν.&»

Οι χαρακτήρες αναπνέουσι, κινούνται και ζώσιν. Ο Σαίξπηρ δεν χρονοτριβεί σκεπτόμενος τι πρέπει να ειπούν και να πράξουν, αλλά παρατηρεί αμέσως τι εις έκαστον εξ αυτών αρμόζει, ενεργών και ομιλών αντ' αυτών. Δεν παρουσιάζει εις ημάς ομίλους θεατρικών νευροσπάστων ή ποιητικάς μηχανάς εκφωνούσας προπαρεσκευασμένους λόγους περί του ανθρωπίνου βίου και ενεργούσας εξ υπολογισμού φαινομενικών αιτίων, αλλά φέρει επί της σκηνής άνδρας και γυναίκας ζωντανούς λαλούντας και ενεργούντας εξ αισθήματος πραγματικού, συμφώνως προς την αμπώτιδα και παλίρροιαν του πάθους, άνευ της ελαχίστης χροιάς λογικής ή ρητορικής σχολαστικότητος. Ουδέν τελείται καθ' υπολογισμούς, αλλά κατά τρόπον φυσικόν, όπως συμβαίνει εν τη πραγματικότητι, συμφώνως προς τας περιστάσεις. Ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας είνε αριστοτέχνημα. Ποία αντίθεσις μεταξύ αυτής και της Ιμογένης! Είνε αδύνατον να υποθέση τις ότι ο αυτός ποιητής εδημιούργησε τους δύο τούτους τύπους. Η Αιγυπτία είνε φιλήδονος, επιδεικτική, μεγαλαυχούσα διά τα θέλγητρά της, αλαζών, τυραννική και άστατος. Η αβροδίαιτος αυτής πομπή και η υπερβολική πολυτέλειά της εκτίθενται εν όλη αυτών τη λάμψει και μεγαλοπρέπεια, ως επίσης και το ανώμαλον μεγαλείον της ψυχής του Μάρκου Αντωνίου. Οι πρώτοι στίχοι του μεταξύ αυτών διαλόγου, αποδεικνύουν το βασιλικόν ύφος ούτινος ποιείται χρήσιν προς έκφρασιν ερωτικών αισθημάτων:

&Κλεοπάτρα: Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον;&

&Αντώνιος: Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή.&

&Κλεοπάτρα: Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι τον οποίου δύναται να φθάση ο προς εμέ έρως.&

&Αντώνιος: Τότε νέαν κατ ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει να ανακαλύψης.&

Η περί της Κλεοπάτρας ποιητικωτάτη περιγραφή, η αρχομένη :

«Το πλοιάριον επί τον οποίον επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον. έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτο εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερρωτύλως»,

φαίνεται ως προλειαίνουσα την οδόν και σχεδόν δικαιολογούσα την επερχομένην ερωτικήν παραφοράν του Αντωνίου, ότε κατά την εν Ακτίω ναυμαχίαν εγκαταλείπει την μάχην και ως «παράφορος νήσσα» ακολουθεί τα φεύγοντα πλοία της.

Ολίγα χωρία εν τω Σαίξπηρ – εις ουδένα δε άλλον ποιητήν ανευρίσκομεν τοιαύτα – ενέχουσι πλειοτέραν τοπικήν χροιάν ή η περικοπή εν η η Κλεοπάτρα παρίσταται ζητούσα να εικάση εις τι ησχολείτο ο Αντώνιος κατά τον χρόνον της απουσίας του: « Ομιλεί τώρα ή ψιθυρίζει; – Πού είνε ο εκ τον γηραιού Νείλου όφις μου;» Ή όταν λέγη προς τον Αντώνιον, μετά την εν Ακτίω καταστροφήν, να αναλάβη το θάρρος του και να προκαλέση νέαν μάχην: «Είνε η ημέρα των γενεθλίων μου· είχον αποφασίση να μην εορτάσω αυτήν· αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν ο Αντώνιος, θα γίνω και εγώ η Κλεοπάτρα». Ίσως το ωραιότερον πάντων είνε η έκρηξις της οργής του Αντωνίου όταν, μετά την τελικήν καταστροφήν αυτού, εισέρχεται και συλλαμβάνει τον απεσταλμένον του Καίσαρος ασπαζόμενον την χείρα της:

«Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο θεός να σου τα πληρώση», να λαμβάνη με οικειότητα το χέρι εκείνο με το οποίον έπαιζον εγώ· την βασιλικήν αυτήν σφραγίδα των ευγενών καρδιών.»

Δεν είνε άπορον ότι διατάσσει την μαστίγωσίν του· αλλ' η αγενής αυτού καταγωγή δεν είνε ο αληθής τούτου λόγος· υπάρχει άλλο βαθύτερον αίσθημα, μολονότι η υπερηφάνεια του Αντωνίου δεν επιτρέπει αυτώ να το φανερώση ειμή μόνον κατά την στιγμήν της οργής του· υποπτεύει αυτόν ως αντιπρόσωπον του Καίσαρος.

Όλος ο χαρακτήρ της Κλεοπάτρας αποτελεί τον θρίαμβον της ακολασίας και της φιληδονίας, όπερ είνε το δεσπόζον αυτής πάθος, υπερισχύον πάσης άλλης σκέψεως. Δι' αυτήν η Οκταβία είνε ευήθης, η δε Φουλβία φωνασκούσα και τραχύφωνος ερινύς. Η επομένη περικοπή ζωγραφίζει αυτήν θαυμασίως:

«Ούτε η ηλικία δύναται να την μαράνη ούτε η συνήθεια να παλαιώση την Άπειρον ποικιλίαν των θελγήτρων αυτής. Διότι αι μεν άλλαι γυναίκες κατευνάζουν τας ορέξεις τας οποίας διεγείρουν, αύτη δε, όσω περισσότερον προσπαθεί να κατευνάση αυτάς, τόσω περισσότερον τας διεγείρει· και τα χαμερπέστατα των πραγμάτων έχουν τόσην χάριν εν αυτή, ώστε οι άγιοι πατέρες την ευλογούσι και ακολασταίνουσαν.»

Πόσον πνεύμα και πυρ ενέχει η μετά του απεσταλμένου του Αντωνίου συνομιλία αυτής, όταν ούτος τη αναγγέλλει την δυσάρεστον αγγελίαν του γάμου του μετά της Οκταβίας! Άπασα η βασιλική της υπερηφάνεια και η ωραιότης εν ταυτώ εκδηλούνται εν τη αμοιβή ην τη υπόσχεται:

«Ιδού λάβε χρυσόν και φίλησε Τας κυανάς φλέβας της χειρός ταύτης».

Τα σφάλματά της είνε μεγάλα και ασυγχώρητα, αλλ' εξαγοράζονται υπό του μεγαλείου του θανάτου της. Εν τη εσχάτη απελπισία αισθάνεται την δύναμιν της στοργής της. Διατηρεί το βασιλικόν της μεγαλείον και εν αυτή τη δυστυχία, ως και τας τέρψεις του παρελθόντος μέχρι της τελευταίας στιγμής του βίου της. Ο θάνατος περιέχει στοιχείον διαθέτον αυτήν ηδυπαθώς. Αφού επέθηκε την ασπίδα επί του στήθους της λέγει:

 
«Δεν βλέπεις το βρέφος το οποίον έχω εις το στήθος,
Που θηλάζει την τροφόν διά να την αποκοιμίση;
Γλυκύ ως βάλσαμον, ελαφρόν ως αήρ και τερπνόν ως…
Ω Αντώνιε, Αντώνιε!»
 

Είνε άξιον σημειώσεως, ότι ο Σαίξπηρ τας εν τη τραγωδία ταύτη εκτάκτως μεγαλοπρεπείς περιγραφάς θέτει εν αντιθέσει προς εικόνας υπερμέτρων πόνων και φρίκης, ίσως δε έπραξεν εν μέρει τούτο, ίνα δικαιολογήση την τρυφηλότητα του Μάρκου Αντωνίου, μεθ' ου ως επί το πολύ σχετίζονται αύται, ίσως δε, όπερ και πιθανώτερον, διά να διατηρήση ισορροπίαν τινά αισθήματος εν τω πνεύματι του αναγνώστου. Ο Καίσαρ μαθών την εν τη αυλή της Κλεοπάτρας διαγωγήν αυτού λέγει:

«Άφες, Αντώνιε, τον ακόλαστον και ηδυπαθή βίον σου. Διωχθείς ποτε εκ της Μουτίνης, όπου εφόνευσας τους υπάτους Πάνσαν και Ίρτιον και ταλαιπωρούμενος υπό της πείνης, υπέφερες αυτήν, καίτοι αβροδιαίτως ανατραφείς, και αυτών των αγρίων υπομονητικώτερον, πίνων και ίππων ούρον, και βορβορώδες και διεφθαρμένον ύδωρ, το οποίον και αυτά τα ζώα απέφευγαν μετ' αποστροφής· ο ουρανίσκος σου δεν απηξίου ούτε των αγριωτέρων βάτων τους καρπούς, και ως έλαφος, όταν η χιών καλύπτη τας βοσκάς, εβλαστολόγεις και αυτούς ακόμη τους φλοιούς των δένδρων· λέγεται δε ότι επί των Άλπεων σε είδον τρώγοντα κρέας παράδοξον, ούτινος η θέα μόνη επέφερεν είς τινας τον θάνατον».

Το δε χωρίον μετά την ήτταν του Αντωνίου, όταν ούτος λέγη:

 
«Ναι, ναι· εις Φιλίππους έφερεν ούτος
Το ξίφος ως χορευτής, εν ώ εγώ εκτύπων
Τον ισχνόν και ερρυτιδωμένον Κάσσιον· εγώ
Εφόνευσα τον παράφορο Βρούτον»,
 

είνε μία εκ των ωραίων εκείνων ανασκοπήσεων, αίτινες δεικνύουσιν ημίν την μεταβαλλομένην και περιπετειώδη πορείαν του ανθρωπίνου βίου.

Αι τελευταίαι σκηναί &του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας& είνε πλήρεις μεταστροφών προερχομένων εκ του πάθους και των ατυχημάτων. Επιτυχία και καταστροφή διαδέχονται αλλήλας μετά μεγάλης ταχύτητος. Η τύχη ίσταται επί του τροχού της πλειότερον του συνήθους, τυφλή και τεταραγμένη. Η ακροσφαλής κατάστασις και η επερχομένη διάλυσις του μεγαλείου του Αντωνίου εκτυλίσσονται θαυμασίως εν τω διαλόγω μεταξύ αυτού και του Έρωτος:

Αντώνιος: Με βλέπεις ακόμη, Έρως;

Έρως: Ναι, γενναίε στρατηγέ!

 
Αντώνιος: Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον μορφήν δράκοντος,
Άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα.
Πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον,
Προς χωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον
Υπό δένδρων καλυπτόμενον. Ταύτα δε πάντα προς την γην
Και απατώντα τους οφθαλμούς ημών δια τον αέρος. Είδες τα
[σημεία ταύτα;
Είνε τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας.
 

Έρως: Ναι, στρατηγέ.

Αντώνιος: Εκείνο το οποίον τώρα φαίνεται ίππος, πριν ή προφθάσης, να το σκεφθής, Εξαφανίζεται υπό του αεροπορούντος νέφους και καθίσταται δυσδιάκριτον, Όπως το ύδωρ εν τω ύδατι.

Έρως: Ναι, στρατηγέ.

Αντώνιος: Και ο στρατηγός σου, αγαπητέ μου Έρως, είνε τώρα Όμοιος προς τα φαινόμενα εκείνα.

Τούτο είνε αναμφιβόλως έν εκ των ωραιοτέρων ποιητικών χωρίων εν τω Σαίξπηρ. Το μεγαλείον της εικόνος, η προς την πραγματικότητα, φαινομενική ομοιότης, η υψηλή σειρά των γραφικών αντικειμένων, άτινα κρέμανται επί του κόσμου, η εξαφανιζομένη φύσις, η παντελής αβεβαιότης περί των όπισθεν ημών καταλειπομένων, ομοιάζουν ακριβώς προς τα διαλυόμενα σχέδια του ανθρωπίνου μεγαλείου. Είνε ωραιότερα των ισχυρών θρήνων της Κλεοπάτρας κατά την πτώσιν της, διότι είνε σκοτεινότερα, ασταθέστερα, και άυλα. Η ισχυρογνώμων οίησις και η ανόητος απόφασις του Αντωνίου όπως, υπακούων εις την επιθυμίαν της Κλεοπάτρας, πολεμήση κατά θάλασσαν αντί κατά ξηράν, ήτο αξία της τιμωρίας του. Η δε ασύνετος απόφασίς του, ην επαυξάνει η απελπιστική των πραγμάτων κατάστασις, σχολιάζεται άριστα υπό του Αινοβάρβου:

«Βλέπω ότι η κρίσις των ανθρώπων αποτελεί μέρος της τύχης των, και ότι η εξωτερική κατάστασις μεταβάλλει και τας ψυχικάς διαθέσεις. Είνε δυνατόν, σώας έχων τις τας φρένας, να φαντασθή ότι ο πανίσχυρος Καίσαρ θα δεχθή πρόκλησιν ανδρός στερουμένου πάσης αρχής; Και την κρίσιν του υπεδούλωσες, ω Καίσαρ».

Η μεταμέλεια του Αινοβάρβου, μετά την αυτομολίαν του, είνε το μάλλον συγκινητικόν μέρος της τραγωδίας. Δεν δύναται πλέον να αναλάβη εκ του πλήγματος, όπερ κατήνεγκεν εις αυτόν η γενναιοδωρία του Αντωνίου, και αποθνήσκει μετά συντετριμμένης καρδίας «ως φυγάς και προδότης του αρχηγού του»· πριν δε αυτοκτονήση αισθάνεται, ούτως ειπείν, την ανάγκην να ομολογήση το έγκλημά του και μη έχων άλλον τινα πλησίον του, στρέφεται προς την Σελήνην λέγων:

Όταν των αυτομόλων την μνήμην κηλιδώση η ιστορία, Έσο μοι μάρτυς, ω θεία Σελήνη, ότι ο ατυχής Αινόβαρβος μετεμηλήθη [ενώπιόν σου_.

Η μεγαλοφυία του Σαίξπηρ διέχυσεν εφ' όλης της τραγωδίας ποιητικόν πλούτον, όμοιον προς την πλήμμυραν του Νείλου. Εκ των του Hazlitt

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ)

ΟΚΤΑΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡ) τρίαρχοι

ΑΙΜΙΛ. ΛΕΠΙΔΟΣ )

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ )

ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ )

ΕΡΩΣ )

ΣΚΑΡΡΟΣ )

ΔΕΡΚΕΤΑΣ) φίλοι του Αντωνίου

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ )

ΦΙΛΩΝ )

ΜΑΙΚΗΝΑΣ )

ΑΓΡΙΠΠΑΣ )

ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ )

ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ) φίλοι του Καίσαρος

ΘΥΡΣΟΣ )

ΓΑΛΛΟΣ )

ΜΗΝΑΣ )

ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ) φίλοι του Πομπηίου

ΒΑΡΙΟΣ )

ΤΑΥΡΟΣ υπασπιστής του Καίσαρος

ΚΑΝΙΔΙΟΣ » του Αντωνίου

ΣΙΛΙΟΣ αξιωματικός εις τον στρατόν του Βενδιδίου

ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ πρέσβυς του Αντωνίου προς τον Καίσαρα

ΑΛΕΞΑΣ )

ΜΑΡΔΙΑΝΟΣ )

ΣΕΛΕΥΚΟΣ) θεράποντες της Κλεοπάτρας

ΔΙΟΜΗΔΗΣ )

ΜΑΝΤΙΣ

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ βασίλισσα της Αιγύπτου

ΟΚΤΑΒΙΑ αδελφή του Καίσαρος και σύζυγος του Αντωνίου

ΧΑΡΜΙΟΝ )

ΕΙΡΑΣ) θεραπαινίδες της Κλεοπάτρας

Αξιωματικοί, στρατιώται, αγγελιαφόροι, υπηρέται.

Η σκηνή εις διάφορα μέρη του Ρωμαϊκού Κράτους.

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α’

Αλεξάνδρεια. Δωμάτιον εν τω ανακτόρω της Κλεοπάτρας. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ και

ΦΙΛΩΝ, είτα ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ.

ΦΙΛΩΝ. Αλήθεια, η ερωτική αύτη παραφορά του στρατηγού ημών υπερβαίνει τα όρια. Οι λαμπροί αυτού οφθαλμοί, οι προ των στοίχων και των προς μάχην παρατεταγμένων φαλαγγών απαστράπτοντες άλλοτε ως ο θωρακοφόρος Άρης, στρέφουσι τώρα και συγκεντρώνουν όλην την δύναμιν του βλέμματος επί μελαγχροινού μετώπου, η δε αρηίφιλος καρδία του, ήτις κατά τον αλαλαγμόν των φονικών μαχών κατέθραυε τας πόρπας του θώρακος, απέβαλε πάσαν ορμήν και κατέστη φυσητήρ και ριπίδιον αερίζον της Αιγυπτίας την ακολασίαν! Ιδού έρχονται!

[Σαλπίσματα. Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της

συνοδείας των. Ευνούχοι αερίζουν αυτήν].

Παρατήρησε μετά προσοχής και θα ίδης ότι ο τρίτος στύλος του κόσμου

έγινε παίγνιον εταίρας. Πρόσεχε και ιδέ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι του οποίου δύναται να φθάση

ο προς εμέ έρως.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τότε νέαν κατ' ανάγκην γην και νέον ουρανόν πρέπει ν'

ανακαλύψης. (Εισέρχεται υπηρέτης).

ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Εκ της Ρώμης έφθασαν ειδήσεις άρχων.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Συντόμως λέγε, με ενοχλείς.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσέ τας, Αντώνιε. Ίσως παρωργίσθη η Φουλβία, ή τις ηξεύρει μη ο μόλις γενειών Καίσαρ δεν σου κοινοποιεί τας επιτακτικάς αυτού προσταγάς λέγων: πράξον τούτο ή εκείνο, κυρίευσον το βασίλειον τούτο, απελευθέρωσον το βασίλειον εκείνο, εκτέλεσον τας διαταγάς μου, ειδέ μη καταστρέφεσαι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πώς, φιλτάτη!.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ίσως. – Ναι, πιθανώς δε δεν πρέπει να μείνης πλειότερον εδώ, και ο Καίσαρ σε απαλλάττει ίσως της υπηρεσίας· άκουσε λοιπόν, Αντώνιε. – Πού είνε αι διαταγαί1 της Φουλβίας; του Καίσαρος ήθελον να είπω. – Και των δύο. – Κάλεσε τους αγγελιαφόρους. – Ερυθριάς, Αντώνιε· το βλέπω, ως γνωρίζω ότι είμαι βασίλισσα της Αιγύπτου, το δε ερύθημά σου τούτο εκφράζει ή υποτέλειαν2 εις τον Καίσαρα, ή ταραχήν όταν σε επιπλήττη η οξεία φωνή της Φουλβίας. – Πού είνε οι αγγελιαφόροι;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας διαλυθή η Ρώμη εις τον Τίβεριν, και ας καταπέση η αψίς του συμπαγούς κράτους! Εδώ είνε ο ιδικός μου κόσμος. Πηλός είνε τα βασίλεια, η δε βορβορώδης γη εκτρέφει επίσης και κτήνη και ανθρώπους· εν τούτω κείται η ευγένεια του βίου, (ασπάζεται αυτήν) όταν τόσον αμοιβαίως αγαπώμενον ζεύγoς, όταν δύο τοιαύται υπάρξεις δύνανται να το πράττωσι· ας μάθη δε ο κόσμος, επί ποινή τιμωρίας, ότι είμεθα απαράμιλλοι εν τούτω.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Λαμπρόν ψεύδος! Διατί ενυμφεύθη την Φουλβίαν αφού δεν την ηγάπα; – Εγώ μεν θα προσποιηθώ την μωράν, αλλ' ο Αντώνιος θα είνε πάντοτε ο αυτός.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εφόσον τον επηρεάζει η Κλεοπάτρα. Αλλά χάριν του Έρωτος και των τερπνών στιγμών του, μη χάνωμεν τον χρόνον εις δηκτικάς συζητήσεις. Ουδεμία στιγμή του βίου μας πρέπει να παρέλθη άνευ ψυχαγωγίας. Πώς θα διασκεδάσωμεν απόψε;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άκουσε τους πρέσβεις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σιώπα, ω φίλερις βασίλισσα. Και αι επιπλήξεις και τα σκώμματα και οι θρήνοι, όλα σου αρμόζουσι· και αυτά σου τα πάθη αμιλλώνται να καταστώσι χαρίεντα και αγαπητά. Δεν θέλω να ακούσω τους πρέσβεις… σε μόνον. Την εσπέραν ταύτην συ και εγώ θα διέλθωμεν μόνοι τους δρόμους της πόλεως δια να παρατηρήσωμεν τον λαόν. Ελθέ, βασίλισσά μου. Χθες το εσπέρας εξέφρασες την επιθυμίαν ταύτην (προς τον υπηρέτην). Μη μας ομιλής. (Εξέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της συνοδείας των).

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Τόσον ολίγον εκτιμά τον Καίσαρα ο Αντώνιος;

ΦΙΛΩΝ. Ενίοτε, όταν δεν είνε Αντώνιος, λησμονεί την μεγάλην εκείνην ιδιότητα ήτις έπρεπε να είνε αναπόσπαστος απ' αυτού.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Λυπούμαι βλέπων αυτόν επικυρούντα διά της διαγωγής του τα εν Ρώμη εναντίον του διαδιδόμενα ψεύδη. Αλλ' ελπίζω να ίδω καλλιτέρας του πράξεις αύριον. Χαίρε. (Εξέρχονται).

ΣΚΗΝΗ Β’

Άλλο δωμάτιον των Ανακτόρων.

ΧΑΡΜΙΟΝ, ΕΙΡΑΣ, ΑΛΕΞΑΣ και ΜΑΝΤΙΣ, είτα ΑΙΝΟΒΑΡΒOΣ, ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ,

ΑΝΤΩΝΊΟΣ.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Άρχον Αλεξά, γλυκέ Αλεξά, υπέρτατε Αλεξά, σχεδόν απόλυτε κύριε Αλεξά, πού είνε ο μάντις εκείνος τον οποίον επαινούσες τόσω πολύ εις την βασίλισσαν; Ω πόσον ήθελα να γνωρίσω τον σύζυγον εκείνον, ο οποίος λέγεις ότι θα το θεωρήση τιμήν του να στολίση τα κέρατα του!

ΑΛΕΞΑΣ. Μάντι.

ΜΑΝΤΙΣ. Εις τας διαταγάς σας.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Αυτός είνε; Συ κύριε, γνωρίζεις το μέλλον;

ΜΑΝΤΙΣ. Εις το άπειρον βιβλίον των μυστηρίων της φύσεως δύναμαι ολίγον ν' αναγινώσκω.

ΑΛΕΞΑΣ. Δείξε του το χέρι σου. (Εισέρχεται ο Αινόβαρβος).

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Στρώστε τραπέζι γρήγορα, και φέρτε κρασί άφθονο, για να πιούμε εις υγείαν της Κλεοπάτρας.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Μια καλή τύχη δόσε μου, καλέ μου μάντι.

ΜΑΝΤΙΣ. Δεν δίδω τύχας, προλέγω μόνον.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Είπε μου λοιπόν μια, σε παρακαλώ.

ΜΑΝΤΙΣ. Θα γίνης πολύ ωραιοτέρα παρ' ό,τι είσαι.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Εννοεί βέβαια εις το δέρμα.

ΕΙΡΑΣ. Όχι, θα φκιασιδώνεσαι όταν γεράσης.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Α, θεός φυλάξοι από ζαρωματιές!

ΑΛΕΞΑΣ. Μη ταράττης την μαντείαν του· πρόσεχε.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιωπή.

ΜΑΝΤΙΣ. Περισσότερον θα αγαπήσης παρά θ' αγαπηθής.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Καλλίτερα είχα να ζεστάνω το σηκότι μου με πιοτό.

ΑΛΕΞΑΣ. Ε, άκουσέ τον λοιπόν.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα καλέ μου, πες μου μια μεγάλη τύχη! Να, να παντρευτώ τρεις βασιλείς σ' ένα πρωί, κι' απ' όλους να χηρέψω· όταν γίνω πενήντα χρόνων να κάμω ένα παιδί που και αυτός ο Ηρώδης της Ιουδαίας να το προσκυνήση· κάμε τρόπον να παντρευτώ τον Οκτάβιον Καίσαρα και να γίνω κ' εγώ σαν τη κυρά μου.

ΜΑΝΤΙΣ. Θα ζήσης περισσότερον από την κυρίαν την οποίαν υπηρετείς.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Τι καλά! Καλλίτερα μ' αρέσει η ζωή παρά τα σύκα.

ΜΑΝΤΙΣ. Το μέλλον σου δεν θα είνε τόσον ευτυχές όσον το παρελθόν σου.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά μου δεν θάχουν όνομα. Πες μου, σε παρακαλώ, πόσα αρσενικά και πόσα θηλυκά παιδιά πρέπει να έχω.

ΜΑΝΤΙΣ. Αν εκάστη σου ευχή ήτο γόνιμος ένα εκατομμύριον.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Σώπα, τρελλέ. Σε συγχωρώ γιατί είσαι μάγος.

ΑΛΕΞΑΣ. Συ νομίζεις ότι μόνον τα σεντόνια σου γνωρίζουν τας επιθυμίας σου.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα πες και στην Ειρά την ιδική της.

ΑΛΕΞΑΣ. Όλοι θα μάθωμεν την τύχην μας.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η ιδική μου και πολλών άλλων θα είνε ότι απόψε θα

πλαγιάσωμεν μεθυσμένοι.

ΕΙΡΑΣ. Να μια παλάμη η οποία προμηνύει εγκράτειαν αν όχι τίποτε

άλλο.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Απαράλλακτα όπως η πλήμμυρα του Νείλου προμηνύει σιτοδείαν.

ΕΙΡΑΣ. Σώπα, τρελλή συντρόφισσα του κρεββατιού, δεν μπορείς συ να μαντεύσης.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Εάν ένα χέρι που ιδρώνει πολύ δεν είνε σημείον γονιμότητος, δεν 'ξεύρω τι μου γίνεται. Πες της, σε παρακαλώ, μια συνειθισμένη τύχη.

ΜΑΝΤΙΣ. Αι μοίραι σας είνε όμοιαι.

ΕΙΡΑΣ. Μα πώς, πώς; Πες μου λεπτομερείας.

ΜΑΝΤΙΣ. Ετελείωσα.

ΕΙΡΑΣ. Η τύχη μου δεν είνε κανένα δάκτυλο καλλίτερη από την ιδική

της;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Ε, καλά, αν η τύχη σου ήτον ένα δάκτυλο καλλίτερη από την

ιδική μου, σε ποιο μέρος θα ήθελες να είνε;

ΕΙΡΑΣ. Όχι βέβαια 'στή μύτη του ανδρός μου.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Ο θεός να διορθώση τους κακούς μας στοχασμούς! Έλα, Αλεξά, – πες του κι' αυτού την τύχη του. Σε παρακαλώ, ω γλυκεία μου Ίσις, δος του μια γυναίκα που να μη μπορή να περιπατήση, να του αποθάνη και να πάρη μια χειρότερη! Κ' έπειτα από τούτη δος του άλλη μία τρις χειρότερη, έως ότου η χειρότερη απ' όλες να τον συνοδεύη γελώντας εις τον τάφον και πενήντα φορές κερατωμένον! Άκουσε την παράκλησίν μου αυτήν, καλή μου Ίσις, και αρνήσου μου ακόμη και κάτι άλλο σπουδαιότερον.

ΕΙΡΑΣ. Αμήν. Άκουσε, αγαπητή θεά, την παράκλησίν μας, διότι, όπως ραγίζεται η καρδιά του ανθρώπου να βλέπη ένα εύμορφον άνθρωπον με γυναίκα άπιστη, έτσι λυπάται κατάκαρδα να βλέπη ένα παληάνθρωπο ακεράτωτο. Δείξε λοιπόν την δικαιοσύνη σου, αγαπητή θεά, και δος του την τύχη που του πρέπει.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Αμήν.

ΑΛΕΞΑΣ. Για κύτταξ' εκεί! Αν ήτον εις την εξουσίαν των να με κερατώσουν, θα τό καναν και πόρναι ακόμη αν επρόκειτο να γίνουν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Σιωπή! Έρχεται ο Αντώνιος.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν είν' αυτός… Η βασίλισσα. (Εισέρχεται η Κλεοπάτρα).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είδατε τον σύζυγόν μου;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν ήτο εδώ;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Όχι, κυρία.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήτον εύθυμος, αλλ' αιφνιδίως εσκέφθη περί της Ρώμης. —

Αινόβαρβε.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Κυρία!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ζήτησέ τον και οδήγησέ τον εδώ. Πού είνε ο Αλεξάς;

ΑΛΕΞΑΣ. Εδώ, κυρία, εις τας διαταγάς σας. – Έρχεται ο κύριός μου.

(Εισέρχεται ο Αντώνιος, μεθ' ενός αγγελιαφόρου και υπηρετών).

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν θέλω να τον ίδω. Έλθετε μαζί μου.

(Εξέρχεται η Κλεοπάτρα μετά του Αινοβάρβου, τον Αλεξά, της Ειράδος,

Χαρμίου, Μάντεως και των υπηρετών).

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Πρώτη εστασίασεν η σύζυγος σου Φουλβία.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κατά του αδελφού μου Λευκίου;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ναι· αλλά μετ' ολίγον ο πόλεμος ούτος έλαβε τέλος, και η κατάστασις του κράτους τούς ηνάγκασε να συμφιλιωθούν και να ενωθούν κατά του Καίσαρος, όστις ευτυχήσας κατά την πρώτην μάχην εξεδίωξεν αυτούς εκ της Ιταλίας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Καλά. Τι χειρότερον έχεις ν' αναγγείλης;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Αι δυσάρεστοι αγγελίαι στενοχωρούν και τον κομιστήν αυτών.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Όταν αύται λέγωνται εις ανόητον ή άνανδρον. – Εξακολούθει. Ό,τι έγινεν, έγινεν. – Ούτως εκλαμβάνω εγώ τα πράγματα. Όπως τον κολακεύοντα, ούτω και τον λέγοντα αλήθειαν ακούω μετά προσοχής, και θάνατον αν υπέκρυπτεν η διήγησίς του.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ο Λιβηινός – λυπηρά αγγελία – υπέταξε διά των Πάρθων την Ασίαν από του Ευφράτου, και η τροπαιοφόρος αυτού σημαία κυματίζει από της Συρίας μέχρι της Λυδίας και Ιωνίας, ενώ…

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενώ ο Αντώνιος ήθελες να είπης.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Ω στρατηγέ!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λέγε ελευθέρως, μη μετριάζης τα υπό του πλήθους λεγόμενα. Ονόμασε την Κλεοπάτραν όπως την ονομάζουν εις την Ρώμην· επανάλαβε τας σκωπτικάς φράσεις της Φουλβίας, και επίπληξε τα σφάλματά μου με την παρρησίαν εκείνην μεθ' ης ομιλεί η αλήθεια και η κακεντρέχεια· διότι όταν παύση πνέων ο ζωογονών ημάς άνεμος της αληθείας, τότε φύονται εν ημίν χόρτα άγρια, μόνος δε των ημετέρων σφαλμάτων ο έλεγχος καλλιεργεί την ψυχήν ημών. Άφες με δι' ολίγον.

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις τας διαταγάς σου. (Εξέρχεται).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ε, τι νέα εκ Σικυώνος; Λέγε.

Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Ήλθε κανείς από την Σικυώνα;

Β’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Περιμένει τας διαταγάς σας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας εισέλθη. – Πρέπει να θραύσω τα ισχυρά ταύτα δεσμά της

Αιγύπτου, ή να εξαφανισθώ εις τον παράφορον τούτον έρωτα.

(Εισέρχεται άλλος αγγελιαφόρος). Ποίος είσαι;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Απέθανεν η σύζυγός σου Φουλβία.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πού απέθανεν;

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εις την Σικυώνα. Την διάρκειαν της ασθενείας της και ό,τι άλλο μέλλεις να μάθης, θα αναγνώσης εις την επιστολήν ταύτην. (Τω εγχειρίζει επιστολήν).

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άφες με σε παρακαλώ. (Εξέρχεται ο αγγελιαφόρος). Ψυχή

ευγενής απήλθε του κόσμου! Αυτό κ' εγώ επιθυμούσα:

[[Σελίδες 15-16:

Έρχεται μέρα, πού ζητάμε ν' απολαύσουμε κείνο που με περιφρόνηση

άλλοτε αποδιώχναμε. Η τωρινή απόλαυση γυρίζει με το πέρασμα του

καιρού και γίνεται το αντίθετό της. Είναι καλή γιατί πια δεν

υπάρχει· το χέρι που την απόδιωχνε, τώρα θέλει να την φέρει πίσω.

Πρέπει να γλυτώσω πια απ' αυτή τη γόησσα Βασίλισσα. Δέκα χιλιάδες

δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου.

(Έρχεται ο Αινόβαρδος)

Ε! Αινόβαρδε.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες. Θάταν κρίμα να τις θυσιάσουμε για το τίποτα, αν και μπροστά σε μια μεγάλη αιτία πρέπει να τις θεωρήσουμε τίποτα. Αν η Κλεοπάτρα πάρει είδηση το φευγιό μας, σίγουρα θα πεθάνει. Είκοσι φορές την είδα να ψυχομαχεί με ελάχιστη αιτία. Πραγματικά νομίζω ότι υπάρχει κάτι στον θάνατο, που την τραβά· Βλέπω να την τραβά τόσο γλυκά, που για ένα έτσι, είναι έτοιμη να πεθάνει.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δε φαντάζεται κανείς πόσο πανούργα είναι.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Όχι στρατηγέ. Το πάθος της είναι αγνός, αγνότατος έρωτας. Δεν μπορούμε να ονομάζουμε τους άνεμους και τις πλημμύρες της, αναστεναγμούς και δάκρυα: είναι πιο μεγάλες καταιγίδες από ότι περιγράφει το Αλμανάκ. Αυτά δεν μπορούν να είναι πανουργία. Αν είναι, είναι καλλίτερη στο να κάνει βροχή απ’ ότι ο Δίας.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κάλλιο να μην την έβλεπα ποτέ.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ω στρατηγέ. Τότε δεν θα είχατε δει ένα θαυμάσιο έργο τέχνης.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Η Φουλβία πέθανε.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Στρατηγέ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε η Φουλβία.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Η Φουλβία;

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πέθανε.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα στρατηγέ, θυσίασε στους θεούς: όταν αποφασίζουν να πάρουν την γυναίκα από ένα άνδρα, του δείχνουν τους ράφτες της γης· είναι παρηγοριά που όταν τα παλιά ρούχα φθείρονται, υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν καινούργια. Αν στρατηγέ μου υπήρχε στον κόσμο απάνω, μονάχα η Φουλβία, τότε το δυστύχημα θάταν πολύ μεγάλο και θα ταίριαζε να κλαις. Αυτή η λύπη έχει την παρηγοριά της, μια που το παλιό ρούχο φέρνει το καινούργιο. Πραγματικά για να κλάψτε για μια τέτοια λύπη, θα πρέπει να χρησιμοποιήστε κρεμμύδι.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Οι δουλειές που άνοιξε αυτή στο κράτος απαιτούν την παρουσία μου.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Ναι, μα οι δουλειές που άνοιξες κ' εσύ εδώ, χωρίς εσένα δεν τελειώνουν, ειδικά αυτή της Κλεοπάτρας που βασίζεται αποκλειστικά σε σένα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας λείψουν οι αλαφρόμυαλες αντιλογίες. – Κοινοποίησε στους αξιωματικούς την απόφασή μου. Κ' εγώ θα εξηγήσω στη βασίλισσα το λόγο που με βιάζει να φύγουμε και θα πάρω από την αγάπη της την άδεια να φύγω. Γιατί δεν είναι μόνο ο θάνατος της Φουλβίας που μας βιάζει: τα γράμματα πολλών φίλων μας στην Ρώμη ζητούν τον γυρισμό μας. Ο Σέξτος Πομπήιος εξεγέρθηκε κατά του Καίσαρα και έχει την αυτοκρατορία της θάλασσας. Ο λαός, που η αγάπη του ποτέ δεν πάει στον πιο άξιο παρά μόνο όταν η αξία του τον έχει εγκαταλείψει, αρχίζει να δίνει όλα τα αξιώματα και την δόξα του μεγάλου [Πομπηίου στον γιό του, που ήδη μεγάλος σε φήμη και δύναμη, πιο μεγάλος ακόμα λόγω κούνιας και κουράγιου, περνά για μεγάλος στρατιώτης. Αν αυτός υπερισχύσει, ο κόσμος μπορεί να βρεθεί σε κίνδυνο. Πες στους ανθρώπους μας ότι θέλω να φύγουμε γρήγορα από εδώ.

ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Εις τας διαταγάς σας. – (Όταν βγαίνουν μπαίν' η Κλεοπάτρα, η Χάρμιον, η Είρα κι' ο Αλεξάς)

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πού είναι;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Δεν τον είδα από κείνη την ώρα.]]

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. (Προς τον Αλεξά). Κύτταξε να ιδής πού είνε, ποίος είνε μαζί του και τι κάμνει. – Να μη φανή ότι σε έστειλα. – Αν μεν είνε μελαγχολικός, ειπέ εις αυτόν ότι χορεύω, αν δε εύθυμος, ότι αιφνιδίως ησθένησα. Ύπαγε και επάνελθε ταχέως.

(Εξέρχεται ο Αλεξάς).

ΧΑΡΜΙΟΝ. Νομίζω κυρία ότι αν τον αγαπάς πολύ, δεν ηξεύρεις τον τρόπον να τον αναγκάσης να σε αγαπήση και αυτός πολύ.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εξ όσων έπρεπε να κάμω δεν κάμνω;

ΧΑΡΜΙΟΝ. Να υποχωρής εις όλα και να μη αντιλέγης εις τίποτε.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Με συμβουλεύεις ως μωρά τον τρόπον του να τον χάσω.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Μη τον παραθυμώνης· έχε και ολίγην υπομονήν. Μισούμεν με τον καιρόν ό,τι συχνά φοβούμεθα. (Εισέρχεται ο Αντώνιος). Να, έρχεται ο Αντώνιος.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν είμαι καλά, αισθάνομαι αθυμίαν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λυπούμαι αναγγέλλων την απόφασίν μου.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βοήθησέ με να εξέλθω, αγαπητή μου Χάρμιον· θα πέσω· δεν είνε δυνατόν να παραταθή πολύ η κατάστασις αύτη· δεν αντέχουν αι φυσικαί μου δυνάμεις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τώρα, προσφιλής μου βασίλισσα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Στάσου μακράν, σε παρακαλώ.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι συμβαίνει;

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Βλέπω εκ των οφθαλμών σου ότι έχεις καλάς ειδήσεις. Τι λέγει η σύζυγος; Δύνασαι να αναχωρήσης. Είθε να μη σου επέτρεπε ποτέ να έλθης! Ας μη είπη ότι εγώ σε κρατώ εδώ. Ουδεμίαν εξουσίαν έχω επί σου· εις αυτήν ανήκεις.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μάρτυρες μου οι θεοί.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, ουδέποτε βασίλισσα επροδόθη κατά τρόπον τοιούτον! Και όμως είδον εξ αρχής τεκταινομένην την προδοσίαν.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κλεοπάτρα!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πώς να πιστεύσω ότι είσαι ιδικός μου και πιστός, και αν ακόμη οι όρκοι σου εκλόνιζαν τους θρόνους των θεών, συ ο εξαπατήσας την Φουλβίαν; Τρέλλα τερατώδης να πιστεύσω εις τους ψευδείς εκείνους όρκους οίτινες καταπατούνται άμα προφερόμενοι!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Γλυκυτάτη βασίλισσα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μη ζητής σε παρακαλώ πρόφασιν διά την αναχώρησίν σου, αλλ' αποχαιρέτησέ με και φύγε. Όταν παρεκάλεις να μείνης, είχες τότε προχείρους τους λόγους. Δεν ωμίλεις τότε περί αναχωρήσεως. Επί των οφθαλμών και των χειλέων μου υπήρχεν η αιωνιότης, η δε ευτυχία επεκάθητο επί των βλεφάρων μου· και το ευτελέστατον των πραγμάτων εν εμοί είχε τι τότε το αγγελικόν. Είμαι ακόμη η ιδία ή συ, ο μέγιστος στρατιώτης του κόσμου, έγινες και μέγιστος ψεύστης.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ω! κυρία!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήθελα να είχα το ανάστημά σου· θα εμάνθανες τότε ότι υπάρχει γενναία καρδία εις την Αίγυπτον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσέ με, βασίλισσα· η κρατερά των περιστάσεων ανάγκη απαιτεί επί τινα χρόνον τας υπηρεσίας μου, αλλ' η καρδία μου θα μείνη πλησίον σου. Η Ιταλία ημών είνε έρμαιον εμφυλίων σπαραγμών. Ο Σέξτος Πομπήιος βαδίζει προς τας πύλας της Ρώμης· το ισόπαλον των εσωτερικών κομμάτων γεννά φατριαστικάς ανησυχίας. Οι άλλοτε μισούμενοι καθίστανται τώρα αγαπητοί ένεκα της ισχύος αυτών, ο δε καταδικασθείς Πομπήιος, ωφελούμενος εκ της δόξης του πατρός του, αποσπά ταχέως τας συμπαθείας των μη ωφεληθέντων εκ της παρούσης καταστάσεως, τούτων δε ο πληθυνόμενος αριθμός αποβαίνει επικίνδυνος· οι δε εκ της ησυχίας απαυδήσαντες ζητούν αντιφάρμακον δι' οιασδήποτε παρατόλμου και απελπιστικής μεταβολής. Αλλ' ότι αφορά μόνον εις εμέ, τούτο δε κάλλιον παντός άλλου πρέπει να σε καθησυχάζη δια την αναχώρησίν μου, είνε ο θάνατος της Φουλβίας.

1.Where's Fulvia's process. To process παρατηρεί ο Rolfe είνε όρος νομικός σημαίνων – summons, πρόσκλησιν – ή διαταγήν.
2.To Caesar's homager. Κατά τον Rolfe το homager σημαίνει ενταύθα vassal = υποτελής.
Yosh cheklamasi:
12+
Litresda chiqarilgan sana:
13 oktyabr 2017
Hajm:
120 Sahifa 1 tasvir
Mualliflik huquqi egasi:
Public Domain

Muallifning boshqa kitoblari