Kitobni o'qish: «Το βιβλίο του μικρού αδερφού»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είτανε μια φορά ένας συγγραφέας, που ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Είτανε τόσο ευτυχισμένος, ώστε δεν το εννοούσε κι ο ίδιος και μολαταύτα έγραψε πολλά βιβλία για τη δυστυχία των ανθρώπων.
Η μεγαλήτερη ευτυχία του δεν είταν η αγάπη· ούτε η πατρική χαρά, που την έπαιρνε απλοϊκά σαν ένα πράμα τόσο φυσικό, σα να είταν αδύνατο ναπολάψουν οι γονείς από τα τέκνα τους άλλο παρά χαρά. Η ευτυχία του δεν είτανε γιατί, με όλη την πολύχρονη συζυγική ζωή, φώλιαζε πάντα στο σπίτι του το σπάνιο πουλί, που το λένε ανίκητη νιότη. Η μεγαλήτερη ευτυχία του είτανε το πως δεν απάντησε και δε γνώρισε ποτέ κακό, που να μην πίστευε πως μπορούσε να το νικήση με τη δύναμη και την υγεία. Τα δυστυχήματα, που φοβερίζανε να φανούν, είτανε σαν περαστικά σύννεφα, που χανόντανε στον ορίζοντα κι αφίνανε καθαρότερο τον ουρανό του. Έτσι πίστευε τουλάχιστο κι αυτή η πίστη είταν η πραγματικότητα, όπου ζούσε. Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος.
Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.
Με το αίστημα τούτο της μεστής ζωής έγραψε ο συγγραφέας αυτός ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από καλοκαιρινό φως και με θέμα τα δυο μεγάλα αγόρια του, τα παιγνίδια και τις διασκεδάσες τους, τα άθλα και τις ατυχίες τους. Το βιβλίο είτανε μια ιλαρή χαρά και γι' αυτόν τον ίδιο κι όταν μου έρχεται στο νου εκείνη η εποχή, μόλις μπορώ και το εννοώ πως ο άνθρωπος αυτός είμουνα κάποτε γω.
Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του.
Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του. Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε. Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι.
Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.
Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά:
– Για ποιόνε λέει το βιβλίο;
Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά:
– Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε;
Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ.
– Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο
Νέννε.
– Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι.
Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε:
– Δε λέει τίποτε για το Νέννε;
Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε:
– Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν
έκαμε τίποτε;
Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος. Άνοιγε τα μεγάλα γαλανά μάτια του όσο πλατήτερα μπορούσε, έδινε φιλιά με το μικρό ρόδινο στόμα, έβαζε όλα τα δυνατά του. Ήθελε κι αυτός ένα βιβλίο.
– Μα ο Νέννε δεν ξέρει να διαβάση.
Ο λόγος αυτός δεν του έκαμε καμμιάν εντύπωση. Έτρεχε πέρα δώθε στις κάμαρες και το μικρό του ζωηρό πρόσωπο είταν κατακόκκινο. Ο Ούλοφ πήρε βιβλίο, ο Σβάντε το ίδιο. Γιατί να μην πάρη κι ο Σβεν;
Αδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πρόχειρο άλλο αντίτυπο. Έφερε η μαμά το δικό της κι αφού σβήστηκε καλά τόνομά της, ο μπαμπάς έγραψε στο βιβλίο:
&Του μικρού Νέννε – ο μπαμπάς.&
Και τότε ησύχασε ο Σβεν.
Δηλαδή φάνηκε πως ησύχασε. Γιατί δε ζήτησε περσότερα. Γύριζε μόνο ολόγυρα και διάβαζε στο βιβλίο. Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι.
Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς. Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια.
– Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν.
Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση.
– Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε.
– Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.
– Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε, ξαναείπε το μικρό αδερφάκι δυνατότερα τώρα.
Τότε εννόησε ο μπαμπάς.
Ο μικρός είχε θυμώσει γιατί δεν τον ανάφερε το βιβλίο κι αυτόν. Όσο μικρός κι αν είταν, ήθελε δικαιοσύνη. Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια.
Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.
Ο μπαμπάς το πήρε κι αυτός πολύ σοβαρά κι απάντησε:
– Σου υπόσχομαι, θα γράψω και για σένα ένα βιβλίο.
– &Μόνο& για το Νέννε, ξαναείπε ο μικρός δίνοντας να εννοηθή καθαρά πως αυτό είταν το σπουδαιότερο.
– Μόνο για το Νέννε, απάντησε σοβαρά ο μπαμπάς.
Ο μικρός έφυγε. Έτρεξε κ' έφερε το νέο ως την κουζίνα κ' έμεινε ικανοποιημένος τέλεια τη στιγμή αυτή.
Ο μικρός δεν έπαψε να το θυμίζη. Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.
Γι' αυτό ο μικρός αδερφός έπρεπε να περιμένη ως τα σήμερα το βιβλίο του. Τώρα και γω είμαι άλλος κι όλα γύρω μου είναι νέα. Ο μικρός βέβαια δεν ήξερε τι μου ζητούσε, όπως και γω δεν ήξερα τι υποσχέθηκα.
Όμως ακούω μια φωνή, που με βιάζει να κρατήσω την υπόσχεσή μου.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1
Ολάκερο το βιβλίο αυτό είναι βιβλίο του θανάτου κι όμως μου φαίνεται πως μιλεί περσότερο για ευτυχία παρά για δυστυχία. Γιατί δυστυχία δε λέγεται να χάση κανείς ό,τι του είναι αγαπημένο, δυστυχία είναι να το μολύνη, να το διαφτείρη, να το παραμορφώση. Και υπάρχει ένα μυστικό, που έπρεπε να ζήσω πολύ πριν το γνωρίσω. Η αγάπη δε μένει ποτέ στάσιμη. Ή θα δυναμώση ή θα μικρύνη με τον καιρό. Και μπορεί να φέρη πόνο, όχι μόνο στην πρώτη περίσταση. Η δυνατότερη αγάπη είναι κείνη που φέρνει πόνο, ίσια ίσια γιατί γίνεται πάντα δυνατότερη.
Μα θέλω να τα ιστορήσω εξαρχής και να διηγηθώ όλα όσα κλείνει το βιβλίο αυτό, όπως διηγούνται ένα όνειρο. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο στον αναγνώστη – όλα αυτά δεν είναι τίποτες άλλο παρά το βιβλίο, που με παρακάλεσε να γράψω ο μικρός αδερφός.
Είταν όνειρο πως ερωτεύτηκα, πως παντρεύτηκα και πως απόχτησα παιδιά; Είταν όνειρο πως στάθηκα ευτυχισμένος και δυστυχισμένος όσο δε λέγεται; Είταν όνειρο, ή τα έζησα πράγματι όλα αυτά, όλα αυτά που φαίνουνται πως μου σκεπάζουν κάθε άλλο περιστατικό από την ανθρώπινη ζωή, που είδα στον ορίζοντά μου; Τώρα μου φαίνεται πως στέκω μ' έναν ακατανόητον τρόπο – όχι απάνω, κάθε άλλο παρά απάνω – αλλά μακριά απ' όλα αυτά και το μόνο που με φτάνει είναι ένας τόνος ευλαβητικός και τόσο εκστατικός, που ούτε αυτή η μουσική δε θα μπορούσε να τον εκφράση μ' αισθητόν τρόπο. Ναι, μόνον όταν θα έχω γραμένο πια εκείνο που τώρα ζητά το δρόμο του απάνω στάγραφα φύλλα, που ίσως μια μέρα γίνουνε βιβλίο, μόνο τότε ελπίζω πως η ίδια η διήγηση θα μπορέση να μου δώση το κλειδί για να λύσω το αίνιγμα, που με βασανίζει και με ανησυχεί τώρα: τι δηλαδή είτανε στη ζωή μου όνειρο και τι πραγματικότητα.
Γιατί δεν είναι μόνο η λύπη που με σφίγγει. Είναι μαζί κ' η απορία για κείνα που έχουν γίνει, η ίδια απορία που σαλεύει στο βάθος κάθε συνειδητής ζωής —
Τη στιγμή αυτή θυμούμαι πως ένα βράδι μπήκα στην κάμαρα της γυναικός μου και τη βρήκα να κάθεται συλλογισμένη μ' ένα βιβλίο ανοιχτό μπροστά της. Διάβαζε στο βιβλίο και το πρόσωπό της φαινότανε δυσαρεστημένο.
Έσκυψα απάνω από τον ώμο της κ' είδα πως το βιβλίο που διάβαζε είταν η Γραφή. Είταν ανοιχτή στο πρώτο βιβλίο του Μωυσή κι όταν τη ρώτησα τι διάβαζε, μου έδειξε μόνο τις δυο σειρές, που μου φαίνεται πως τις βλέπω ακόμα στην κάτω άκρη της σελίδας. Και διάβασα τα λόγια:
«Κατηραμένη η γη ένεκα σού. Με πόνους να γεννάς τα τέκνα σου».
– Δεν είναι φριχτό; μου είπε. Δε θυμούμαι να γέννησα με πόνους. Δεν το σκέφτηκα ποτέ.
Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος.
– Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.
Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο.
– Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ.
– Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο.
– Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε.
– Εγώ; Ποτέ!
– Ε, τότε θα είπες κάτι άλλο.
Έγυρε πάλι κάτω.
– Δε θυμούμαι. Ξέρω μόνο πως θέλω να συλλογίζουμαι όπως και συ, να πιστεύω ό,τι και συ. Γιατί κανείς δεν είναι σαν εσέ, κανείς στον κόσμο.
Σε τέτοια λόγια δεν μπορεί ναπαντήση κανένας άντρας. Δε χρειάζεται να ταποκρούση, γιατί δεν είναι σα θυμίαμα στη ματαιοδοξία. Έρχουνται σα χάδι, είναι έτσι όπως ένας άντρας κοιτάζει τη γυναίκα του και της λέει: «Για μένα δεν υπάρχει άλλη γυναίκα από σε.»
Η γυναίκα μου έπειτα από μια σιγή τόση μικρή, που μόλις την παρατήρησα, ξακολούθησε:
– Βέβαια δε σ' ευχαρίστησα ακόμα που μ' έμαθες να πιστεύω ό,τι πιστεύεις και συ, όμως χαίρουμαι γι' αυτό. Δεν μπορείς να το αιστανθής ποτέ. Κάθε μέρα που περνά με κάνει πλουσιότερη. Κάθε ώρα μου φαίνεται γεμάτη από την ευτυχία μου. Μου είναι τόσο παράξενο να συλλογίζουμαι τώρα, πως μια φορά όταν είμουνα πολύ νεώτερη, πιθυμούσα να πεθάνω για να πάω στον ουρανό. Τι νόημα είχε αυτό και τι ποθούσα; Μου φαίνεται πως το λησμόνησα, σα να μη στάθηκε ποτέ. Το μόνο, που κάποτε προτήτερα το αιστανόμουνα βαριά, είτανε το πως δε θα ξαναέβλεπα ποτέ τον πεθαμένον πατέρα μου. Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλον πόθο παρά να ζήσω με σε και τα παιδιά. Ήθελα να μην υπήρχε άλλο τίποτες από τη ζωή που έχουμε να ζήσουμε συ και γω. Θέλω να ζήσω μαζί σου όσο να μεγαλώσουν τα παιδιά και ναποκατασταθούν. Έπειτα να γεράσουμε μαζί – εσύ και γω – τίποτες άλλο δεν μπορώ να στοχαστώ.
– Δεν πιστεύεις πως μπορεί να υπάρχη κάποια άλλη ζωή; ρώτησα.
Κούνησε το κεφάλι κάνοντας ζωηρή χειρονομία.
– Όχι, φώναξε, δε θέλω τίποτες άλλο από αυτό που υπάρχει, θέλω να κοιμηθώ μια μέρα στη γις, κάτω από έναν ανθοσπαρμένο σωρό χώμα. Αυτό είναι όλο όλο εκείνο που θέλω και γι' αυτό παρακαλώ το θεό κάθε βράδι.
Κάθε βράδι έκανε τη δέησή της στο θεό κι όμως δεν πίστευε στην αθανασία. Το ήξερα και παραξενεύτηκα πάλι μ' αυτό το χαραχτηριστικό της αίνιγμα, που για κείνη είτανε μόνο μια φυσική πραγματικότητα. Της χάδεψα τον ώμο για να της δείξω πως άκουσα κ' εννόησα, αυτή όμως αλλάζοντας απότομα θέμα, ρώτησε:
– Πιστεύεις εσύ τίποτες άλλο;
– Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω.
Ξαναείπε τα λόγια μου όλως διόλου χωρίς τόνο, αν και τα είχε ακούσει πολλές φορές προτήτερα, τα ξαναείπε σα να κλείνανε κάτι ακατανόητο και φώναξε άξαφνα:
– Τότε έχεις αλλάξει.
– Δεν το πιστεύω.
– Ναι, έχεις αλλάξει. Αλλιώς πως είτανε δυνατό να πιστεύω πως η ζωή τελειώνει με το θάνατο; Εσύ μου το έμαθες. Γιατί τώρα δε θέλεις να πιστεύης ό,τι πιστεύω και γω;
Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας. Νόμιζα πως άκουγα ακόμα τα λόγια, που ψιθυρίζαμε αναμεταξύ μας στην ησυχία του βραδιού, λόγια για τη ζωή και για το θάνατο, για το θεό και για τα μέλλοντα, λόγια που παίρνανε σοβαρότητα και φλόγα από το πρώτο ερωτικό μεθήσι μας. Θυμήθηκα πως είχε πέσει σε βαθειά θλίψη και σιωπή, ενώ συλλογιζόταν την απάντησή μου. Κι όταν τώρα μου ήρθε αυτή η ανάμνηση τόσο καθαρά, όσο δεν μπορούνε να το αποδώσουνε τα λόγια, μου φάνηκε πως εκείνο, που είχα πει τότε, της έκαμε μιαν εντύπωση διαφορετική παρότι είταν το νόημά μου κ' ένοιωσα στην καρδιά μου μια κεντιά, σα να της έκαμα κακό δίχως να το θέλω.
Μ' έκοψε λέγοντας:
– Δεν μπορώ να το εννοήσω αυτό. Ούτε να πιστεύω, ούτε να μην πιστεύω! Πρέπει να κάνω ένα από τα δυο.
Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων.
Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι. Εκεί που μιλούσαμε, παρατήρησε πως ο μικρός είχε κουνηθεί. Τονέ σήκωσε, τον πήρε στα χέρια της με κείνον το σίγουρο προφυλαχτικό τρόπο, που τον γνωρίζουν οι μητέρες μόνο, και τον έφερε στο στήθος της. Το πρόσωπό της έλαμπε, όταν είδε κ' αιστάνθηκε πως ο μικρός βύζαινε το γάλα της με κείνη την απερίγραφη γαλήνη, που είναι το προνόμιο των παιδιών.
Η προτητερινή ομιλία μας και κείνο, που έβλεπα τώρα, σμίξανε τόσο παράξενα και γίναν ένα στα αίστημά μου και θυμήθηκα τα λόγια που γίνανε αφορμή της σύντομης ομιλίας μας. Πολλή ώρα καθισμένος εκεί συλλογιζόμουνα εκείνο που ήθελα να πω. Συλλογιζόμουνα τα σκληρά λόγια: «Κατηραμένη η γη ένεκα σού». Το αίστημα εκείνου που είχα και κείνου που έβλεπα μου είταν τόσο δυνατό, ώστε φοβόμουνα να μιλήσω, για να μην προδώσω τη συγκίνησή μου με δάκρυα. Και προσπαθούσα να κρατήσω κιόλας τους συλλογισμούς μου να μην πάρουν τη μορφή του λόγου, για να μη φανώ αιστηματικός στη γυναίκα μου.
Τέλος πήρα τη Γραφή και την έβαλα στην άκρη.
– Εσύ έχεις δίκιο, είπα, κι ο τραχύς λόγος έχει άδικο. Έπρεπε να λέη: «Ευλογημένη η γη ένεκα σού».
Και λέγοντας αυτό, γονάτισα κι ακκούμπησα το μετωπό μου στη γυναίκα μου και στο παιδί μου. Και κείνη με το χέρι, που της έμενε λεύτερο, μου χάδεψε τα μαλλιά.
Ω είμαστε νέοι τότε, νέοι και πολύ ευτυχισμένοι.
2
Δεν ανάφερα ως τώρα τόνομα της γυναικός μου και μου είναι ακόμα δύσκολο να το κάμω. Στους στοχασμούς μου την ονομάζω κάποτε Μινιόν, γιατί μόνο μ' αυτό τόνομα μπορώ να τη δω έτσι όπως ήρθε κ' έφυγε. Πού ξέρω κιόλας αν τώρα εικονίζω αυτήν την ίδια ή την ανάμνηση που άφησε; Γιατί ένας άνθρωπος είναι πραγματικά όπως φαίνεται σε όσους δεν τον είδαν έτσι, καθώς μπορεί και τον βλέπει ίσως ένας μόνο; Δεν είναι πολύ περσότερο στο βάθος του μόνο εκείνο που μένει, άμα χαθή το εξωτερικό και το τυχαίο; Και δεν είναι δυνατό, εκείνο, που μερικοί τονομάζουν εξιδανίκεψη, να είναι η πραγματική εσωτερική ομοιότητα, που θα γίνη κάποτε το αληθινό εγώ μας, ορατό απ' όλους μόνο σ' έναν κόσμο άφταστο στην ανθρώπινη ματιά;
Είτανε μικρόσωμη και λιγνή και την πρωτοείδα στο δρόμο, σε μια σύσταση της στιγμής κάτω από τη λάμψη ενός φαναριού. Άμα χωριστήκαμε, μου μείνανε στην ανάμνηση δύο μάτια παράξενα μεγάλα και βαθειά. Περσότερα δε θυμόμουνα, παρά μόνο μια τραχηλιά από μαύρη γούνα, ένα ζευγάρι μαύρα μακριά γάντια και το σφίξιμο ενός χεριού, που έδινε την ξαφνική και δυνατή εντύπωση ενός κάτι άγρυπνου, αληθινού και γεμάτου ειλικρίνεια. Από το εξωτερικό της δε μου έμεινε στο νου άλλο τίποτε, τόσο που έπειτ' από λίγες μέρες πέρασα κοντά της χωρίς να τη γνωρίσω. Κι όμως αυτά τα μάτια δε μ' αφίναν ήσυχο, βγαίνανε πάντα μπροστά στη φαντασία μου αστραφτερά και μελαγχολικά, κρύβοντας κατιτί λαχταριστό κι ευλαβητικό μαζί. Αν καθρεφτίσανε ποτέ δυο μάτια μια ψυχή, είταν τα δικά της μάτια.
Όταν συλλογίζουμαι όλη τη ζωή, που έζησα με τη γυναίκα μου, βρίσκω πως σε όλα τα διαφορετικά της στάδια κανείς άλλος δε με δίδαξε όπως αυτή, να φυλάξω το θρησκευτικό αίστημα. Ωστόσο δεν την άκουσα ποτέ να προφέρη τη λέξη θρησκεία κ' εύκολα θα μπορούσε να την κάμη κανείς να συγχύση τον Αβραάμ με τον Απόστολο Παύλο. Όλα όμως όσα άγγιζε με τη σκέψη της ή με το αίστημα, της γίνοντανε ιερά μ' έναν ξεχωριστό τρόπο. Η ψυχή της είταν όλη τρυφερότητα κ' η ζωή, που ήθελε να ζήση, είτανε μια γιορτή, όπου το αίστημα για την αξία και την ιερότητα της ζωής δεν μπορούσε να υποφέρη παραφωνία. Όλα όμως, όσα μέσα της είτανε δυνατά και ζωντανά, είτανε μαζί κι αστενικά κ' ευκολόσπαστα. Στα βάθη της ψυχής της φώλιαζε μια λατρεία προς το τέλειο, που δεν μπορούσε να υποφέρη τη ζωή, γιατί νόμιζε πως έστεκε σε βαθμίδα ψηλότερη από αυτή.
Είμαστε παντρεμένοι πολλά χρόνια, όταν μια μέρα μου είπε ξαφνικά, απροετοίμαστα και χωρίς εξωτερική αφορμή, όπως ερχόντανε πάντα τα δυνατότερα αιστήματά της:
– Δεν πρέπει να με κάμης ποτέ να νοιώσω πως κατιτί αναμεταξύ μας γέρασε κ' έγινε συνηθισμένο. Την ημέρα που θα το νοιώσω, θα πεθάνω.
Πόσες γυναίκες δεν είπαν το ίδιο και πόσες δε ζήσανε για να γελούν έπειτα με τα λόγια τους! Άκουσα κάποτε μια γυναίκα να λέη του αντρός της:
– Δεν πιστεύεις πως υπάρχουνε μερικές γυναίκες, που αιστάνουνται αληθινά εκείνα που λεν όλες οι γυναίκες;
Θυμούμαι πως μου ήρθε αυτό στο νου, όταν άκουσα τα λόγια της γυναικός μου και πως με το συναίστημα της αλήθειας των λόγων αυτών, της έσφιξα το χέρι σα μόνη απάντηση. Ένοιωσα πως αυτό που είπε, το είπε σοβαρά κ' ήξερα πως η λέξη αιστηματικότητα δεν είχε δω τη θέση της. Μα είδα κιόλας πως περίμενε να της πω κάτι και γω και γι' αυτό της απάντησα:
– Δεν πιστεύεις πως κατιτί μπορεί να γεράση και να γίνη συνηθισμένο, χωρίς να χάση τίποτε από τη δύναμη, τη χαρά και την ιερότητά του;
Τέντωσε τα μάτια και με κοίταζε, σα να ήθελε να δη στο βάθος της ψυχής μου. Έπειτα με πλησίασε και με φίλησε και παρατήρησα πως τα μάτια της είταν υγρά, εκεί που αιστανόμουνα όλο το σώμα της γυρμένο στο δικό μου με μια μοναδική μεγάλη τρυφερότητα.
– Τότε ας γεράση κι ας γίνη συνηθισμένο, είπε. Το λαχταρώ να γίνη.
Δεν είπαμε ούτε λέξη πια. Είδα όμως πως όλη την ημέρα είτανε γεμάτη ήσυχη, σιωπηλή χαρά. Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή.
Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου. Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο.
3
Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός. Και γι' αυτό μπορώ να πω ακόμα: Ευλογημένη ας είναι η ζωή κι ό,τι έδωσε αυτή! Μα να την ευλογήσω για ό,τι πήρε, μου είναι αδύνατο.
Έτυχε όμως ναρθή στο σπίτι μας η λύπη και τών ρα [τώρα;] το εννοώ πως θα είτανε δυνατό να μας χωρίση, ά – δεν [α δεν;] μπορούσα να λυπηθώ όπως εκείνη. Μα αυτό δεν έγινε ποτέ.
Δε θυμούμαι πότε το παρατήρησα, γνωρίζω όμως πως η εντύπωση είναι τόσο στενά δεμένη με την ανάμνηση της γυναικός μου, ώστε τώρα πιστεύω πως δεν την είδα ποτέ μόνο με τη λάμψη της ευτυχίας και της νιότης. Αρρώστησε δηλαδή τόσο νωρίς, ώστε μπορώ να πω πως δεν τη γνώρισα ποτέ δίχως το σπέρμα της αρρώστειας. Πώς όμως έγινε να λησμονήσω τόσον καιρό, ως τα τελευταία, πως η υγεία της είταν κλονισμένη και πως το σπέρμα της αρρώστειας έπρεπε ναναπτυχτή, αν δε χανότανε τέλεια; Πως δε χάθηκε, το γνώριζα καλά. Κι ωστόσο δεν έμαθα ποτέ να βλέπω τη ζωή με άλλο φως, παρά με το συνηθισμένο. Δεν πρόσεξα τα προμηνύματα που ήρθαν; Στάθηκα τυφλός και κουφός στις υποψίες, που ανάβανε μέσα μου σα φλόγες και φοβερίζανε το χτίριο της ευτυχίας μου, που το θαρρούσα στεριά θεμελιωμένο; Δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου. Ω, τέλος έμαθα τόσο καλά την τέχνη να λησμονώ εκείνο που δεν ήθελα να βλέπω, την τέχνη να ονειρεύουμαι μόνο υγεία και μακρόχρονη ζωή, ακόμα και τότε που ο θάνατος πλησίασε την Έλσα τόσο, ώστε είτανε θάμα πώς γλύτωσε. Κ' έφερνε κρυμένα κάτω από το φόρεμά της τα σημάδια της εγχείρησης και δεν της λείψανε ποτέ οι πόνοι, μόνο τους λησμονούσε βιάζοντας τον εαυτό της, για να δίνη τη χαρά της ζωής σε κείνους που αγαπούσε, στα παιδιά της και σε με.
Θυμούμαι όμως πόσο νωρίς είδα εκείνο το κάτι, που για να λησμονηθή έγινε όλη η συζυγική ζωή μας μια πάλη ατέλειωτη. Το είδα στο πρόσωπό της, όταν έμενε μόνη και νόμιζε πως δεν την παρατηρεί κανείς· κι όταν το πρωτοείδα νόμισα πως έτρεχε κάτι μεταξύ μας. Τη ρωτούσα συχνά γι' αυτό και μου είναι δύσκολο να πω αν είταν η αγάπη μου ή η φιλαυτία μου, που μ' έκανε να νομίζω πως η ευτυχία της δεν έπρεπε να θολώνεται από άλλο τίποτες παρά από εκείνο που αφορούσε εμέ. Έβλεπα πως τη βασάνιζα φοβερά με όσα τη ρωτούσα. Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε.
– Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι. Γνωρίζω μόνο πως δεν μπορεί να το νοιώση κανείς.
Τι εννοούσε με τούτο, ανήκει στο άγνωστο, στο άγνωστο, που όλοι ρωτούνε γι' αυτό, κανείς όμως δεν παίρνει απόκριση.
Μα πώς μπορούσα να το νοιώσω τότε αυτό; Η ζωή μου είταν ευτυχισμένη, οι μέρες μας φαιδρές, τα παιδιά μας μεγαλώναν και γεμίζανε το σπίτι μας με τη χαρά τους. Και ποτέ άλλη φορά δε στάθηκε η Έλσα τρυφερότερη μαζί μου, παρά όταν παρατηρούσα τις στιγμές αυτές της σιωπηλής λύπης, που θα είχα το δικαίωμα να την ονομάσω αδικαιολόγητη, αν δεν υπάρχανε άλλα αίτια όξω από εκείνα, που οι άνθρωποι μπορούνε να τα εκφράζουνε με λόγια.
4
Την εποχή αυτή είχανε μεγαλώσει τα παιδιά μας. Ο Ούλοφ άρχισε να πηγαίνη στο σκολειό και για το Σβάντε πλησίαζε ο καιρός, που θάρχιζε κι αυτός να σπάζη τους σκληρούς καρπούς του δέντρου της γνώσης.
Την εποχή αυτή αρχίσανε να κυριεύουνε για πρώτη φορά την Έλσα οι σκοτεινές ώρες και παρατήρησα συχνά πως είχε κλάψει. Με απόφευγε με το σιωπηλό της τρόπο και το έκανε για να μην τη ρωτώ. Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται.
Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό. Πηγαίναμε στην καμαρά μας και καθόμαστε κει χωρίς να μιλούμε λέξη και νοιώθαμε τη σιωπή να υψώνεται ανάμεσά μας, σαν ένας τοίχος, που δεν τον έχτισε κανείς, μα και κανείς δεν μπορούσε να τον γκρεμίση. Κι όταν το χέρι του ενός ζητούσε το χέρι του άλλου, το κάναμε μόνο γιατί γνωρίζαμε πως ο ένας δεν μπορούσε να το υποφέρη να είναι μακριά από τον άλλον, αν κ' οι δυο μας το αιστανόμαστε πως καταβάθος είμαστε μακριά.
Τα παιδιά μπαίνανε να μας καλονυχτίσουν. Τα φιλούσαμε και τα κοιτάζαμε που φεύγανε. Λέξη όμως δε βγάζαμε κι όταν γυρνούσα προς το μέρος, όπου καθότανε η γυναίκα μου, αιστανόμουνα πως έκλαιγε, χωρίς να την ακούω. Πιο δυστυχισμένοι δε θα μπορούσαμε να είμαστε, αν ένας από μας ή κ' οι δυο είχαμε να κρύψουμε αναμεταξύ μας κάποιο σκοτεινό μυστικό. Κι όμως κ' οι δυο γνωρίζαμε πως τέτοιο δεν υπήρχε.
Είσαι δυστυχισμένη μαζί μου, Έλσα; τη ρωτούσα.
Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία:
Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω;
5
Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα. Έπειτα είδα το θάνατο να μου αρπάζη από την αγκαλιά το πιο αγαπητό που είχα, είδα φίλους να χάνουνται, αιστάνθηκα να με αφίνουν όλα για όσα ήθελα να ζήσω ή να πεθάνω πνευματικά. Μα κάτι παρόμοιο, κάτι που μπορεί να συγκριθή με το χειμώνα αυτό, δεν το δοκίμασα ποτέ, γιατί τότε νόμιζα πως η Έλσα κιντύνευε να μου φύγη κ' η ιδέα αυτή μου είτανε φοβερότερη από καθετί, που μπορούσανε να μου κάμουν άλλοι άνθρωποι, ή από ότι είτανε δυνατό να πάθω γενικά στη ζωή.
Η εποχή αυτή είτανε τόσο πικρή, γιατί τότε είταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που η καρδιά μου φάνηκε σκληρή σ' αυτή, και φάνηκε γιατί εννοούσα τόσο λίγο. Τέλος κατάντησε να κλειστώ και γω στον εαυτό μου, όπως αυτή, γιατί με κυρίεψε η θλίψη κ' η θλίψη πήρε φωνή και τα τραχιά λόγια τρέμανε στον αέρα γύρω μας.
Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα:
– Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό;
Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της.
– Τι εννοείς; είπε.
– Εκείνο που λέω.
Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.
Όλα όσα είχα υποφέρει, ορθωθήκανε μέσα μου, σα να θέλανε να με πνίξουν και το αιστάνθηκα σα θρίαμβο πως την έκαμα και πόνεσε.
– Φύγε, μου είπε, φύγε από με. Τι ήθελες ναρθής σε με διόλου;
Δεν έκλαιγε όταν έφυγε. Όμως μέσα στο θυμό μου αιστάνθηκα πως της έδωσα με ταστόχαστα λόγια μου τόσο μεγάλη θλίψη, όση δεν αιστάνθηκα ούτε θα αιστανθώ ποτέ ο ίδιος. Μα έδιωξα τη σκέψη αυτή κι οχυρώθηκα πίσω από την περιωρισμένη περηφάνια, που κάνει τον άνθρωπο να μην ξεφεύγη το κακό, μα να λογαριάζη τίνος είναι το σφάλμα.
– Είναι δικό της το σφάλμα, αν χάθηκε η ευτυχία μας, έλεγα μέσα μου. Τι έκαμα εγώ, ώστε να είναι δυστυχισμένη και να με βασανίζη μη λέγοντας την αφορμή; Δε μ' αγαπά πια. Έτσι γίνεται στον κόσμο. Ό,τι είναι ωραίο πρέπει νασχημήνη. Όποιος είναι ευτυχισμένος δεν πρέπει να μείνη ευτυχισμένος για πολύν καιρό.
Πίσω από τέτοιους στοχασμούς έκρυβα το αληθινό μου συναίστημα, που είταν όλον τον καιρό πλημμυρισμένο από εκείνη. Νόμιζα πως είχα το δικαίωμα ναγαναχτώ κ' εύρισκα πως ο λόγος μου έλαβε απάντηση σκληρότερη παρότι του άξιζε.
6
Η εποχή αυτή είταν η μόνη που μπορούσε να χαθή πραγματικά η ευτυχία μας και νομίζω πως κ' οι δυο είχαμε σε μεγάλο βαθμό το συναίστημα πως κάποιες βαρειές δύναμες παίζανε με τη ζωή μας.
Πέρασε μια μέρα ολάκερη χωρίς ναλλάξουμε λέξη αναμεταξύ μας. Το βράδι όμως, που θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλάψαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε.
Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχη;» έμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση.
Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.
Θυμούμαι πως το άνοιξα μ' ένα αίστημα αγωνίας, σα να μπορούσε το χαρτί αυτό να μου ξεσκεπάση ένα μυστικό, που θα είχε τη δύναμη να μου αφανίση όλη τη ζωή. Ταυτόχρονα όμως με φλόγιζε ο πόθος να λάβω απάντηση στο ρώτημα: «Γιατί δεν είναι ευτυχισμένη; Μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος και δυστυχισμένος μαζί;»
Το γράμμα είταν αυτό:
«Αγαπητέ μου,
»Να ειπωθούνε μεταξύ μας τέτοια λόγια! Να μπορέση να γίνη τέτοιο πράμα! Στην αρχή νόμιζα πως ο ήλιος έσβησε και δε θα μπορούσα να ξαναδώ το φως της μέρας. Και βασανίζουμαι με τη σκέψη πώς να σε κάμω να γίνης καλός μαζί μου και πώς να μπορούσε να ξαναγίνη το πράμα έτσι σα να μην είχε τρέξει ποτέ εκείνο που έτρεξε.
»Έπειτα όμως είδα πως η καρδιά σου μέσα είτανε καλή, αν και δεν το έδειχνε, κι άρχισα να εννοώ πως δεν μπορείς ποτέ να γίνης διαφορετικός και πως σε σπάραξε και σε πίκρανε μόνο που δεν απάντησα στο ρώτημά σου κ' έτσι χτύπησες τυφλά, χωρίς να ξέρης πως ο τρόπος σου μ' έκαμε να πονέσω. Και τώρα ακόμα δε γνωρίζω τι ν' απαντήσω, μα δεν πρέπει να παραξενευτής γιατί σου γράφω. Το κάνω μόνο γιατί, αν δοκίμαζα να σου τα πω, δε θα μπορούσα να πω ούτε τα μισά απ' όσα ήθελα.
»Έχω τόσα πολλά μέσα μου, τόσα πολλά, που δεν τα είπα ποτέ ούτε σένα ούτε άλλου κανενός, γιατί γνωρίζω πως δεν μπορώ να τα πω ποτέ. Έτσι είμουνα πάντα κ' έτσι θα μείνω.
»Όταν συλλογίζουμαι κάποτε πως είσαι συ μαζί μου, πως μιλείς για όλα και δεν αφίνεις κρυμένη ούτε μια δίπλα της καρδιάς σου, νομίζω τότε πως είμαι ηχώ δική σου και πως είμαι τόσο φτωχή, ώστε να μην μπορώ να σου ξαναδώσω τίποτε. Κι όταν μου είπες πως δεν είναι έτσι, αιστάνθηκα πως είμαι τόσο ευτυχισμένη και τόσο πλούσια. Και γνωρίζω πως σου τα έδωσα όλα όσα μπορούσα να δώσω κι όλα όσα έχω.
»Όταν όμως με βλέπεις να κάθουμαι και να κοιτάζω μέσα μου, όπως συνειθίζεις να λες, τότε πρέπει να ξέρης πως δεν κάνω τίποτες άλλο παρά εκείνο που έκαμα πάντα, ακόμα και πρι να σε γνωρίσω κι αρχίσω την πραγματική μου ζωή. Κι αν κλαίω, δεν πρέπει να νομίζης πως είμαι δυστυχισμένη. Είναι μόνο κάτι που πρέπει να το συλλογίζουμαι κάποτε, γιατί ξέρω πως θαρθή και γιατί το ήξερα πάντα πως θαρθή.
»Μα δεν πρέπει να με ρωτάς γι' αυτό, γιατί δεν μπορώ να σου απαντήσω. Αν μπορούσα, ω αν μπορούσα, τότε θα στέγνωναν από μόνα τους τα δάκρυά μου. Ίσως να μην είναι τίποτε, ίσως να είναι μόνο και μόνο γιατί είμαι πολύ ευτυχισμένη.
»Μα θέλω να με πιστεύης όταν σου λέω πως δεν πρέπει να φοβάσαι πως υπάρχει στην ψυχή μου κάποιο απόκρυφο και μυστικό, που το κρύβω και το κρατώ μυστικό, γιατί δεν πρέπει να το δης. Η αιτία είναι μόνο γιατί δεν μπορώ.