Kitobni o'qish: «Κύκλωψ»

Shrift:

ΥΠΟΘΕΣΙΣ

 
Ο Οδυσσεύς επιστρέφων από την Τροία, μετά την άλωσιν της πόλεως,
ρίπτεται υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Σικελίας, και προ του
σπηλαίου εις το οποίον κατοικεί ο Κύκλωψ Πολύφημος. Απουσιάζοντος
του Κύκλωπος εις κυνήγιον, ο Οδυσσεύς ζητεί από τους Σατύρους τροφάς
προσφέρων εις αντάλλαγμα οίνον. Φθάνει όμως ο Κύκλωψ, ο οποίος
κατατρώγει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέως. Αλλ' ο Οδυσσεύς
κατορθώνει να τον μεθύση και να τον τυφλώση και τοιουτοτρόπως φεύγει
με τους συντρόφους του και με τους Σατύρους.
 

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΣΕΙΛΗΝΟΣ

ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ

ΟΔΥΣΣΕΥΣ

ΚΥΚΛΩΨ

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

Κ Υ Κ Λ Ω Ψ

(Η σκηνή παριστά χώρον προ του άντρου του Πολυφήμου εις την Αίτναν

της Σικελίας. Η παραλία δεν απέχει πολύ).

ΣΚΗΝΗ Α'

 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Ω Βρόμιε Βάκχε, βάσανα που τα τραβώ για σένα
  απ' τον καιρό που ώρθωναν τα νειάτα το κορμί μου.
  Πρώτα όταν σου έστειλεν η Ήρα τη μανία
  κι' από της Νύμφαις έφυγες που σ' είχαν αναθρέψη·
  Έπειτα όταν στο πλάι σου, αλήθεια παλληκάρι
  μαζή σου επολέμησα, και υπερασπιστής σου
  σκότωσα τον Εγκέλαδο με μία κονταριά μου
  στη μέση της ασπίδας του. Άραγε αλήθεια λέω
  ή μήπως τάχα όλα αυτά τα είδα στ' όνειρό μου;
  Όχι, δεν λέω ψέμματα· τα λάφυρα τα είδε
  ο Βάκχος, που του τάδειξα. Μα πιο πολλά απ' όλα
  τώρα τραβώ για χάρι σου. Γιατί όταν η Ήρα
  έστειλε Τυρρηνούς ληστάς για να σε κυνηγήσουν
  και να σε φέρουνε μακρυά, μακρυά σε τόπους ξένους
  μόλις εγώ το έμαθα, επήρα τα παιδιά μου
  και με το πλοίο ξεκίνησα να σε ζητήσω. Ο ίδιος
  εις το τιμόνι εκάθησα, στην πρύμη. Τα παιδιά μου
  στο κάθισμα των ερετών γερό κουπί ετραβούσαν
  και άσπριζαν με τον αφρό το κύμα το γαλάζιο.
  Κι όλα αυτά για ναύρωμε εσένα, ω βασιλιά μου.
  Μα εκεί που πλησιάζαμε στην άκρη του Μαλέα
  άξαφνα επήρε δυνατός στο πλάι απηλιώτης
  και το καράβι έρριξε σ' αυτήν εδώ την ξέρα
  της Αίτνας, όπου κάθονται σ' έρημα σπήλαια μέσα
  οι Κύκλωπες, μονόφθαλμοι, παιδιά του Ποσειδώνος,
  που τους θνητούς σκοτώνουνε και δεν χορταίνουν αίμα.
  Ένας λοιπόν από αυτούς μας έπιασε, και τώρα
  σαν δούλοι τον δουλεύομε· Πολύφημο τον λένε,
  αυτόν που έγινε αφέντης μας. Δεν έχει πια μεθύσι,
  δεν έχει πια ούτε χορούς ούτε τραγούδια τώρα…
  Τώρα εκαταντήσαμε να βόσκωμε κοπάδια
  αυτού του αθλίου Κύκλωπα. Σαν νέα τα παιδιά μου
  τα πρόβατα τα πρώιμα πηγαίνουν να βοσκήσουν
  πέρα στης άκραις των Βουνών. Κ' εγώ σαν γέρος πούμαι
  μένω εδώ πίσω στη σπηληά, το σπίτι να σαρώνω
  και να γεμίζω τα βουτσιά και να δουλεύω ακόμα
  στα δείπνα, τα ανόσια του Κύκλωπα. Και τώρα
  πρέπει ό,τι επρόσταξε να κάμω· να σαρώσω
  με αυτήν την σκούπα μου εδώ όλο το σπήλαιο, ώστε
  όταν γυρίση ο αφέντης μου ναύρη καθάρια όλα,
  γι' αυτόν και για τα πρόβατα
 

(Βλέπει προς το βάθος)

 
  Μα, να και τα παιδιά μου
  βλέπω που με τα πρόβατα γυρίζουν. Μα τι τρέχει;
  Τι θόρυβος είναι αυτός; Χορεύετε, παιδιά μου,
  όπως εκείνον τον καιρό, που, συνοδεία του Βάκχου
  εις της Αλθαίας πηγαίνατε το σπίτι με τραγούδια
  που τα συνώδευε εύθυμα της λύρας σας ο ήχος;
 

ΣΚΗΝΗ Β'

ΣΑΤΥΡΟΙ – ΣΕΙΛΗΝΟΣ

(Ο χορός φαίνεται απευθυνόμενος κατ' αρχάς προς τα πρόβατα).

 
ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ
                                              ευγενικό βλαστάρι
                                              ευγενικών γονέων,
                                 τι τρέχεις μέσ' στους βράχους;
                                           Εδώ γλυκό δεν θαύρης
                                             και δροσερό αεράκι
                                         και κρύσταλλα νεράκια.
                                             Γυρίσετε στη στάνη
                  στου Κύκλωπα το άντρον που τα μικρά βελάζουν.
                                          Ψιτ! θάρθης από δώθε;
                                         Τάχα μπορείς ν' αφήσης
                                            τη δροσερή ραχούλα;
                                          Ε! άκου, θα σ' αρχίσω
                                      στης πέτραις, να γυρίσης.
                                             Γύρισε πίσω, τράγε
                                           με τα μεγάλα κέρατα,
                                         στου Κύκλωπα τη στάνη.
                                        Και συ, κατσίκα, στάσου
                                          ν' αρμέξω τα μαστάρια
                                         που είναι γεμάτα γάλα.
 

                                                     (Αντιστροφή)

 
                                          Δόσε τα στα μικρά σου
                                             που όλην την ημέρα
                                      στη στάνη τους κοιμούνται
                                         και νάρθης περιμένουν.
                                           Πότε τ' ωραίο λιβάδι
                                       θ' αφήσης και στα βράχια
                                         της Αίτνας θα γυρίσης;
                                         Εδώ δεν είναι ο Βάκχος
                                          ούτε χοροί με θύρσους
                                           ούτε τυμπάνων κρότοι
                                      κοντά στης κρύαις βρύσαις
                                             ούτε γλυκό κρασάκι
                                       και συντροφιές Νεράιδων.
                                            Το Βακχικό τραγούδι
                                            της Αφροδίτης ψάλλω
                                          και τρέχω να την εύρω
                                      με συντροφιές της Βάκχαις
                                       πούχουνε τ' άσπρα πόδια.
                                             Ω Βάκχε, αγαπημένε
                                            που τάχα να γυρίζης
                                             τινάζοντας μονάχος
                                        τα ολόξανθα μαλλιά σου,
 
 
                                           ενώ εγώ ο πιστός σου
                                           στον Κύκλωπα δουλεύω
                                         με το πετσί του τράγου
                                          στην πλάτη για μανδύα
                                      μακρυά από σένα, ω Βάκχε;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Παιδιά μου, σιωπήσατε· και ειπέτε εις τους δούλους
  γρήγορα τα κοπάδια τους στο σπήλαιο να μαζέψουν.
 
 
ΧΟΡΟΣ
 

(προς τους δούλους)

 
  Ε! σεις, πηγαίνετε μπροστά.
 

(προς τον Σειληνόν)

 
                                        Τι βιάζεσαι, πατέρα;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
 

(Παρατηρών προς την θάλασσαν)

 
  Βλέπω εκεί κάτω χαμηλά κατά το ακρογιάλι
  ένα καράβι Ελληνικό και ναύταις που πηγαίνουν
  πίσω από έναν αρχηγό. Προς τη σπηληά τραβούνε
  και φέρνουν στο κεφάλι τους άδεια δοχεία και στάμναις.
  Βέβαια δεν θα ξέρουνε ο αφέντης μας τι είναι,
  γι' αυτό εδώ μας έρχονται να πέσουνε στα δόντια
  του ανθρωποφάγου Κύκλωπα. Αλλ' όμως ησυχάστε
  να μάθωμε οι ανθρώποι πώς βρέθηκαν στην Αίτνα.