Kitobni o'qish: «Ανδρομάχη»
ΥΠΟΘΕΣΙΣ
Ο Νεοπτόλεμος, λαβών εν Τροία γέρας την Ανδρομάχην, την γυναίκα του Έκτορος, εγέννησεν εξ αυτής τον Μολοσσόν. Έπειτα ενυμφεύθη την Ερμιόνην, κόρην του Μενελάου. Επειδή δε πριν είχε ζητήση λόγον από τον Δελφικόν Απόλλωνα διά τον φόνον του πατρός του Αχιλλέως, μετέβη πάλιν εις το Μαντείον, διά να ζητήση συγγνώμην. Ζυλοτυπούσα όμως η Ερμιόνη την Ανδρομάχην εσκέφθη να την θανατώση, και έστειλε και εκάλεοε τον πατέρα της Μενέλαον. Η Ανδρομάχη έστειλε και έκρυψε μακράν από τανάκτορα τον υιόν της, αυτή δε κατέφυγεν εις το ιερόν της Θέτιδος. Οι άνθρωποι όμως του Μενελάου απεκάλυψαν τον Μολοσσόν, αυτήν δε δι' απάτης απέσπασαν από το ιερόν ότε δε έμελλον να θανατώσουν και τους δυο, ημποδίσθησαν υπό του ελθόντος Πηλέως. Και ο μεν Μενέλαος επέστρεψεν εις την Σπάρτην. Η δε Ερμιόνη μετενόησε φοβηθείσα τον Νεοπτόλεμον. Ελθών δε ο [Ορέστης] Μενέλαος αυτήν μεν έπεισε να τον ακολουθήση, επεβουλεύθη δε την ζωήν του Νεοπτολέμου, του οποίου τον νεκρόν φέρουν οι επί της σκηνής. Ενώ ο Πηλεύς θρηνεί τον θάνατον του υιού του, εμφανισθείσα η Θέτις διατάσσει αυτόν να θάψη τον νεκρόν εις τους Δελφούς και να στείλη την Ανδρομάχην με τον υιόν της εις τους Μολοσσούς, αναγγέλλει δε εις τον γέροντα ότι έτυχε της αθανασίας και ότι θα κατοικήση εις την νήσον των Μακάρων.
Το δράμα διεξάγεται εις την Φθίαν, ο δε χορός αποτελείται από Φθιώτιδας γυναίκας. Προλογίζει η Ανδρομάχη.
Το δράμα θεωρείται εκ των δευτέρων.
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
ΧΟΡΟΣ
ΕΡΜΙΟΝΗ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
ΜΟΛΟΣΣΟΣ
ΠΗΛΕΥΣ
ΑΛΛΗ ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
ΤΡΟΦΟΣ
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΘΕΤΙΣ
ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
ΠΡΑΞΙΣ Α'
(Η σκηνή εν Θεσσαλία, μεταξύ της Φθίας και των Φαρσάλων έξω του ιερού της Θέτιδος, πλησίον των Ανακτόρων. Κατά την άρσιν της αυλαίας η Ανδρομάχη φαίνεται εις την θύραν του ναού).
ΣΚΗΝΗ Α'
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω πόλις των Θηβαίων, καύχημα της Ασιατικής γης, από την οποίαν ήλθα άλλοτε με πολύχρυσα στολίδια εις τα ανάκτορα του βασιλέως Πριάμου, ως σύζυγος δοθείσα εις τον Έκτορα. Εις εκείνον τον καιρόν όλοι εζήλευαν την Ανδρομάχην, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε θα γεννηθή ποτέ γυναίκα δυστυχεστέρα από εμέ. Διότι εγώ τον μεν άνδρα μου τον Έκτορα είδα με τα μάτια μου να σκοτώνη ο Αχιλλεύς, το δε παιδί που απέκτησα από εκείνον, τον Αστυάνακτα, είδα να πέφτη από τους υψηλούς πύργους, όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τροίαν. Εγώ δε, μολονότι εγεννήθηκα ελευθέρα από ελευθέρους γονείς, εν τούτοις εις την Ελλάδα έφθασα δούλη, δοθείσα ως δώρον εις τον νησιώτην Νεοπτόλεμον, διαλεγμένη ως το καλλίτερον γέρας από όλα τα τρωικά λάφυρα. Τώρα κατοικώ εις τα γειτονικά πεδία της Φθίας και της πόλεως των Φαρσάλων, όπου η θαλασσία Θέτις κατώκει μαζί με τον Πηλέα φεύγουσα μακρυά από τους ανθρώπους. Ο Θεσσαλικός λαός τώρα προς τιμήν του γάμου της Θέτιδος με τον Πηλέα ονομάζει τον τόπον αυτόν Θετίδιον, όπου είχε το σπίτι του ο υιός του Αχιλλέως, αφήνων να βασιλεύη εις τα Φάρσαλα ο Πηλεύς, διότι δεν θέλει να πάρη το σκήπτρον ενόσω ζη ο γέρων ο πατέρας του. Εγώ ως δούλη με αυτόν εις αυτό το σπίτι απέκτησα παιδί. Και μολονότι πριν με είχαν εύρη πολλά κακά, εν τούτοις πάντοτε παρηγορούμην με την ελπίδα ότι, αν σωθή το παιδί, θα εκαλλιτέρευεν η τύχη μου και θα ικανοποιούμην διά τας ατυχίας μου. Αφ' ότου όμως αυτός επήρε γυναίκα την Ερμιόνην από την Λακεδαίμονα και εγκατέλειψε εμέ την δούλην, καταδιώκομαι από αυτήν από ζηλοτυπίαν. Διότι λέγει, ότι με μυστικά φάρμακα κατώρθωσα να μην κάμη παιδί και να την μισήση ο σύζυγος της, και ότι θέλω να μείνω εγώ αντί εκείνης μέσα εις αυτό το σπίτι και διά της βίας να διώξω αυτήν. Αυτά εγώ, και όταν τα πρωτοήκουσα, δεν τα παρεδέχθην, και τώρα τα αρνούμαι εντελώς. Ο μέγας Ζευς το γνωρίζει βέβαια, ότι εγώ δεν έγινα εκουσίως μου σύζυγος. Αλλ' εκείνη δεν πείθεται και θέλει να με φονεύση, έχουσα συνεργόν τον πατέρα της τον Μενέλαον, ο οποίος ήλθε επίτηδες εδώ από την Σπάρτην, με αυτόν τον σκοπόν. Φοβηθείσα λοιπόν εγώ ήλθα γρήγορα εις αυτό το γειτονικόν ιερόν της Θέτιδος, μήπως με σώση από τον θάνατον. Διότι και αυτός ο Πηλεύς και οι απόγονοι του Πηλέως το σέβονται, ως ενθυμίζον τους γάμους της Νηρηίδος. Το δε μονάκριβό μου παιδί το έστειλα κρυφά εις άλλο σπίτι, φοβουμένη μήπως το σκοτώσουν. Επειδή ο πατέρας του ούτε αυτό ούτε εμέ ημπορεί να βοηθήση, διότι λείπει εις τους Δελφούς, διά να ζητήση συγγνώμην από τον Απόλλωνα Λοξίαν διά την ανοησίαν που έκαμεν άλλοτε, όταν επήγε εις την Πυθίαν, διά να ζητήση λόγον από τον Φοίβον διά τον πατέρα του. Τώρα λοιπόν είναι εκεί ζητών συγγνώμην διά το παλαιόν σφάλμα του και παρακαλών να έχη εις το μέλλον ευνοϊκόν τον θεόν.
(Εισέρχεται η Θεράπαινα)
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Κυρία, εγώ δεν θα παύσω να σε ονομάζω έτσι, διότι και εις το σπίτι μας έτσι σε ωνόμαζα, όταν ήμεθα εις την Τροίαν. Επειδή δε και σε αγαπώ και τον άνδρα σου, όταν εζούσε, έρχομαι να σου φέρω νέα, με φόβον μεν μήπως με ακούση κανείς από τους κυρίους, αλλά και με λύπην προς σε. Διότι φαίνεται ότι τρομερά σκέπτεται εναντίον σου και εναντίον του παιδιού σου ο Μενέλαος, και πρέπει να φυλαχθής.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω αγαπητή δούλη και συ όπως εγώ, διότι δούλη είσαι και συ μαζί με την πρώην βασίλισσαν, τώρα δε δυστυχισμένη, τι κάμνουν αυτοί, τι μηχανεύονται πάλιν θέλοντες να με σκοτώσουν την τρισαθλίαν;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Ω δυστυχισμένη, θέλουν να σκοτώσουν το παιδί σου, το οποίον έδιωξες.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλλοίμονον! Ποίος τους επρόδωκε και πότε, ότι εγώ έστειλα μακρυά απ' εδώ το παιδί μου; Ω, εχάθηκα η δυστυχισμένη!
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Δεν ξέρω. Αυτούς είδα εγώ να το ζητούν. Και ο Μενέλαος πηγαίνει τώρα γρήγορα, διά να το εύρη έξω από το σπίτι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλλοίμονο εχάθηκα! Και σένα, παιδί μου, θα σε σκοτώσουν οι δύο γύπες, ενώ ο πατέρας σου είναι εις τους Δελφούς.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Μου φαίνεται ότι, αν εκείνος ήτο εδώ, δεν θα επάθαινες τίποτε κακόν. Αλλά τώρα δεν έχεις κανένα που να σ' αγαπά.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Δεν γίνεται έξω λόγος περί του Πηλέως ότι έρχεται;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Εκείνος είναι γέρος, ώστε να σε βοηθήση, και αν έλθη.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Έστειλα και του εμήνυσα και μάλιστα όχι μίαν φοράν μόνον.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Σου φαίνεται ότι πραγματικώς οι απεσταλμένοι σου εφρόντισαν;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πώς να κάμω; θέλεις και συ να πας εκ μέρους μου;
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Πώς να δικαιολογήσω ότι θα λείψω τόσον από το σπίτι;
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πολλάς δικαιολογίας ημπορείς να εύρης· και συ είσαι γυναίκα.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Είναι πολύς κίνδυνος, διότι η Ερμιόνη προσέχει πολύ.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Βλέπεις; Διστάζεις, ενώ τόσα υποφέρω εγώ που με αγαπάς.
ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ
Όχι, μη με βρίζης. Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς. Την πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν. Ένεκα αυτής, ω Τροία, με το δόρυ και με το πυρ σε κατέλαβεν ο Ταχύς Άρης των Ελλήνων με τον στόλον των χιλίων πλοίων, και ο υιός της θαλασσίας Θέτιδος τον ιδικόν μου σύζυγον τον Έκτορα έσυρε γύρω από τα τείχη, δεμένον πίσω από το άρμα του. Κ' εμέ την ιδίαν εξ αιτίας της με ήρπασαν από τα δωμάτια μου και με ωδήγησαν κάτω εις την θάλασσαν, διά να πέσω εις την φοβεράν δουλείαν. Άφθονα τα δάκρυα έτρεχαν εις το πρόσωπόν μου, όταν άφησα την πόλιν και το σπίτι μου και τον άνδρα μου κυλιόμενον εις την σκόνην. Ω δυστυχισμένη εγώ, τι ανάγκη ήτο να βλέπω ακόμη το φως ως δούλη της Ερμιόνης; Και αυτήν φοβουμένη τώρα κατέφυγα εις αυτό το άγαλμα της θεάς, το οποίον εναγκαλίζομαι ως ικέτις, όπου και λύομαι εις τα δάκρυα, τα οποία τρέχουν ως σταγόνες από πέτραν.
ΣΚΗΝΗ Γ'
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ – ΧΟΡΟΣ ΘΗΒΑΙΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ
Ω, συ, η οποία ήλθες εις το ιερόν αυτής της θεάς, εγώ, αν και γέννημα της Φθίας, έρχομαι όμως προς σε την καταγομένην από την Ασίαν, από λύπην, μήπως κατορθώσω να εύρω μίαν λύσιν των δεινών σου, αφού σε και την Ερμιόνην τρομερά έρις περιέπλεξε, διότι και αι δύο ένα άνδρα έχετε, τον υιόν του Αχιλλέως. Σκέψου καλά την δυστυχίαν εις την οποίαν ευρέθης. Συ, κόρη από την Τροίαν, αγωνίζεσαι προς δέσποιναν Λάκαιναν. Άφησε το τώρα το ιερόν της θαλασσινής θεάς, το δεχόμενον προσφοράς. Διότι ποίον θα είναι το όφελός σου, αν αναγκάζεσαι να συναγωνίζεσαι προς τους δεσπότας και επομένως να φθείρης το σώμα σου; Οι δυνατώτεροι θα επικρατήσουν. Διατί κοπιάζεις, ενώ δεν είσαι τίποτε; Πήγαινε· άφησε τον ναόν της Νηρηίδος θεάς, σκέψου ότι είσαι ξένη δούλη, εις ξένην πόλιν, όπου δεν βλέπεις κανένα από τους φίλους σου, ω δυστυχεστάτη, ω τρισαθλία νύμφη.
(Αντιστροφή β'.)
Δυστυχεστάτη, ήλθες, εδώ ω γυναίκα της Τροίας. Αλλά φοβούμεναι τους κυρίους μας σιωπώμεν, – μολονότι σε λυπούμεθα, – μη μας ιδή ότι σε συμπαθούμεν η κόρη του Διός.