Faqat Litresda o'qing

Kitobni fayl sifatida yuklab bo'lmaydi, lekin bizning ilovamizda yoki veb-saytda onlayn o'qilishi mumkin.

Kitobni o'qish: «Διηγήματα, Νέα Σειρά»

Shrift:

ΤΩ ΦΙΛΤΑΤΩ

ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Ο ΠΑΠΠΑ ΣΥΝΕΣΙΟΣ
ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΚΕΦ. Α'
ΤΟ ΔΙΧΤΥ

– Ξεμώραμα!

– Ανόητε!

– Κακούργα!

– Χαμένε! Θα φας το κεφάλι σου πάλι μ' αυτά που σοφίστηκες μαζή με

τον άξιο σύντροφό σου, το Γιάννη το Σερέτη.

– Μη σε νοιάζη καθόλου, είπεν εκείνος. Και πιο χαμηλά της επέταξε

μια λέξι που έκαμε τη γυναίκα να τιναχτή.

– Ανόητε! εξέχασες το γραμμένο. «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν».

– Εσύ να τρως να πίνης και να μη σε κόφτη. Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες· ύστερα πολύ αργά εθυμήθηκες τη Γραφή.

Τη λεπτή, την χαριτωμένη αυτή ομιλία έκαναν ανάμεσό τους – ποιος ήθελε το πιστέψη ποτέ – ένας γυιός και μια μάννα, στον αυλόγυρο ενός μοναστηριού, μια πρωινή απολείτουργα. Το παράξενο δε είνε πως αυτό δεν ήταν εχθρικό πετροβόλημα, όπως λογικά θα υπόθετε καθένας· ήταν, όλο το εναντίο, ένα παιχνίδι μαλακό, αθόρυβο, όλως διόλου ακίνδυνο, σαν να έπαιζαν το τόπι τα δυο υποκείμενα. Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα. Ο γυιός ήτανε παππάς και μάλιστα γούμενος και η μάννα καλογρηά! Το εξωτερικό τους δε πολύ ευπρόσωπο. Εκείνος με καινούριο ράσο, χοντρός, προκοίλης, κόκκινος, με μεγάλα, βαθυγάλαζα, ψυχαλιστά μάτια και με καστανή, πυκνή γενειάδα. Εκείνη με άσπρο, έμορφο πρόσωπο, που έδειχνε πιο άσπρο ακόμα από το μαύρο μαντήλι που το επερίδενε και οπού άφινε να φαίνουνται η άκρες μαλλιών μαύρων ακόμα, περιτυλιγμένη σ' ένα ράσο καθαρώτατο, με δερμάτινη ζώνη, δυνατά σφιγμένη. Ημερώτατοι και οι δυο. Εκείνος μάλιστα κάτι εμασσούσε και πότε πότε έρριχνε στο πρόσωπο της μάννας του τα λεπτόλογα που αναφέραμε, για να λάβη την απόκρισι που του άξιζε. Γιατί τα δυο υποκείμενα επήραν τη στάσι αυτή, ο ένας αντίκρυ του άλλου, αυτό θα μας φανερώνεται σιγά σιγά, όσο προχωρούμε στη διήγησι.

– Τι ήθελες ν' ανεκατωθής σ' αυτή τη δουλιά, αφού ξέρεις πως η κοπέλλα είνε αρρεβωνιασμένη; αρώτησεν η μάννα το γυιό της.

– Εσύ δεν πρέπει ν' ανεκατώνεσαι στης δουλιές μου· είπεν εκείνος·

– Με τα υποκείμενα που έχεις φίλοι, τον Σερέτη και τον παππά Κρητικό, γρήγορα θα την πάθωμε πάλι, κ' εγώ εβαρέθηκα τα ταξείδια· δε μπορώ πλιο.

Εκείνος ετοιμάσθηκε ν' αποκριθή, όταν κατέβηκε από το κελλί του κ' επέρασεν από μπροστά τους ο παππά Κύριλλος, μεσόκοπος άνδρας, λεπτός με μια μέση σα λιγνής γυναίκας, με μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιο από τα χρόνια, σφιχτά ζωσμένος με ζώνη δερμάτινη και με παπούτζια συρτά. Εκαλημέρισε το γούμενο και τη μάννα του και 'τράβηξε κατά την οξόπορτα.

– Για πού, αν θέλη ο Θεός, πάτερ Κύριλλε; αρώτησεν ο 'γούμενος.

– Πάω κομμάτι στου Γιώργη, αποκρίθηκεν ο παππάς με μια φωνούλα, σαν μικρού παιδιού.

– Στο καλό, είπε δυνατά ο 'γούμενος και χαμηλά, επρόσθεσε.

– Είν' ένας χάχας ο κακόμοιρος!

Την ίδια στιγμή εφάνηκε ο παππά Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, με ιλαρό, ευχάριστο πρόσωπο και με περπάτημα βαρύ, παρακυλιστό σαν του κύκνου. Εφορούσε ράσο παλιό, πού και πού λαδωμένο και παπούτζια χονδρά, με καρφιά στους πάτους και ανοιχτά που εφαινόντανε η χοντρές, μάλλινές του κάλτζες. Εκρατούσε, απλωμένο στα δυο του χέρια, μαντήλι ριγωτό, με χρώμα γαλάζιο βαθύ, λεκιασμένο εδώ κ' εκεί από τον ταμπάκο, που ο παππά Νεκτάριος έκανε συχνή χρήσι, αν κρίνουμε από της άκρες των ρουθουνιών του, μαυρισμένων από τα σπυριά της καστανόμαυρης φταρμικής σκόνης, που τόσο αρέσει εις πολλούς γέρους. Είχε χρηματίση προ χρόνια 'γούμενος και τον εσεβόντανε όλοι για την αρετή του. Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε!

– Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι.

– Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη

κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.

Ο παππά Συνέσιος έμεινε κάμποσα λεπτά στην ίδια θέσι, έπειτα εφώναξε τον μικρό Αμβρόσιο, καλογεράκι δόκιμο.

– Άκουσε, Αμβρόσιε, του είπε· ευθύς που φανή ο Σερέτης, να του πης

να έρθη να με βρη στ' αλώνια.

– Καλά, πάτερ ηγούμενε, είπε το παιδί.

Και ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε και αργοπατώντας, ευγήκε από την αυλόθυρα κ' ετράβηξε κατά τ' αλώνια.

Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα. Το αγόρι του, παιδί ως δέκα χρονώ, με τα μούτρα και τα χέρια πασσαλειμμένα από το υγρό μιας μεγάλης φέτας καρπουζιού που εκρατούσε κ' έτρωγε, έπαιζε τον κυνηγητό με την αδελφή του, κοριτζάκι αδύνατο, μικρότερο απ' αυτό, ενώ το σκυλλί του σπιτιού, μαύρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ωρμούσε κ' εδάγκανε, παίζοντας, πότε την άκρη του φουστανιού της μικρής, πότε τα παπούτζια του αγοριού με χαρμόσυνα γαυγίσματα. Ο παππά Κύριλλος εκάθησε σ' ένα σκαμνί κοντά στον νοικοκύρη, είπε να του φέρουν καφέ και άρχησαν μαζή την κουβέντα. Σε λιγάκι ήλθε κ' εκάθησε κοντά τους ο παππά Φίλιππος, νέος άνθρωπος, ξανθός, με ήμερο, ασθενικό πρόσωπο και μάτια που έδειχναν πολλή εξυπνάδα.

– Υποφερμό δεν έχει αυτός ο άνθρωπος, έλεγεν ο παππά Κύριλλος. Εκαθότανε με τη μάννα του στην πεζούλα από κάτω από το κελλί μου και τάλεγαν πάλι· τι αδιαντροπιά!

– Από ντροπή δα ας πη κι' άλλος, είπεν ο παππά Φίλιππος.

– Και πας είνε μόνο τα λόγια, εκείνα που κάνει τι σου λένε; είπεν ο

Γιώργης.

– Ας όψουνται που μας τον φέρανε πάλι στο κεφάλι μας· είπεν ο παππά

Φίλιππος.

– Είναι κι' ο Δεσπότης που τονε θέλει, είπεν ο παππά Κύριλλος· τέσσερα μουλάρια φορτωμένα τις προάλλες για την πανιερότητά του· και τρώτε καλόγεροι και παππάδες φασούλια νερόβραστα. Και επρόσθεσε σαν από μέσα του.

– Και να συλλογιστή κανείς πως αυτός ο άθρωπος αγαπά τόσο τη μάννα

του, ενώ βρίζεται κάθε μέρα μαζή της!

– Να σας πω, φταίτε σεις ούλοι! είπεν ο Γιώργης ο μπακάλης. Βλέπετε

τον Άνθιμο; Να χαραχτήρας! Μήτε να τονε βλέπη δε θέλει.

– Αλήθεια, είπεν ο παππά Φίλιππος. Εκείνος έχει θέλησι μα τι να σου

κάμη μονάχος του; ήπρεπε να φύγωμε όλοι μας.

– Τι λες τώρα; είπεν ο παππά Κύριλλος· μπορούμε να φύγωμε μεις; Ο

Άνθιμος είνε μόνο καλόγερος.

– Ετοιμάζεται πάλι αναφορά στο Δεσπότη, είπεν ο παππά Φίλιππος, μα δε βαρυέσαι· τίποτα δε θα βγη πάλι. Κάνει αυτός ό,τι θέλει κ' έννοια σου.

– Ναι μα τώρα είμαι περίεργος να διώ πώς θα τα ξεμπερδέψη με την ιστορία της κουμπάρας του της Φλουρούς της κόρης του γέρο-Μαρούπα, που θέλει και καλά να της δώκη τον Κυριάκο τον Κοβάκα που είνε αρρεβωνιασμένος τόσον καιρό τώρα με την Αννέζα του Κοντοπάνη. Προχτές τον είχε κλεισμένο στο 'γουμενιό και τον εμέθυσε.

– Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν.

– Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον

Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης.

– Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος. Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο.

Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε. Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση. Σ' ένα μέρος του αλωνιού ήταν ένας μεγάλος σωρός φασουλόφυλλα· εκεί απάνω ερρίχτηκαν τα παιδιά με φωνές και γέλοια, σπρώχνοντα το ένα τ' άλλο, όταν ένας χοίρος ασπρόμαυρος, με μεγάλη αγκαθωτή χαίτη, χωμένος στο σωρό μέσα, επετάχτηκε τρομαγμένος και με τη χαίτη, τα ρουθούνια και τα μάτια γεμάτα φύλλα, επήρε δρόμο με υπόκωφ' απορθουνίσματα σπέρνοντας μεγάλο τρόμο σε πέντ' έξη όρνιθες που με ανοιχτά τα φτερά και κακαρίζοντας, έτρεχαν σαν δαιμονισμένες, ενώ ένας μεγάλος πετεινός χρυσολαίμης, μακροπόδαρος, με το λαιμό τεντωμένο έδειχνε το θυμό του με την πιο δυνατή του φωνή, υποχωρώντας βήμα βήμα, με αξιοπρέπεια, σαν νάθελε να δείξη πως δεν πολυφοβάται το τετράποδο.

Στο παιχνίδι των παιδιών επήρε μέρος και ο 'γούμενος· έδινε σπρωξιές στα παιδιά και τα ρίχνε στο σωρό απάνω, τα εβουτούσε μέσα, κ' εξεκαρδιζότανε στα γέλοια. Σε λιγάκι εφώναξε το πιο τολμηρό παιδί.

– Δημήτρη του λέει· πάρε αυτή τη δεκάρα και την Κεριακή που θάρθω στο σχολείο με τον επιθεωρητή, εκεί που θα μιλούμε 'μεις, εσύ να έχης ένα κομμάτι παληόπανο να το κολλήσης από πίσω στο σουρτούκο του δασκάλου άκουσες;

Το παιδί εχαμογέλασε.

– Και σα με μαντατέψουνε; είπε.

– Ποιος θα το κάμη που τονε σκοτώνω; Να κάμης καθώς σου λέω και θα σου δώκω κι' άλλη μια δεκάρα.

Ο Δημήτρης υποσχέθη κ' έτρεξε να βρη τ' άλλα παιδιά, που εφεύγανε με φωνές. Ο παππά Συνέσιος έμεινε στο ίδιο μέρος και πότε ποτ' εγύριζε πίσω του κ' έβλεπε.

Αντίκρυ του τ' αμπέλια, νωποτρύγητα, και στ' αριστερά του τα γελαστά περιβόλια, γεμάτα ωμορφιά και χάρι, εξετύλυγαν, σε μεγάλη έκτασι, καταπράσινα χαλιά, περιφραγμένα από τοίχους ξεροτρόχαλους και μόνο πως τον γλυκύτατο, αμίμητο χρωματισμό, πού και πού, θαρρείς, εκηλίδωνε, θερισμένο ή χέρσο χωράφι, γεμάτο αγκάθια και ξερόχορτα, σαν που αμαυρώνουν, εδώ και εκεί, σταχτόμαυρα συννεφάκια, του καθάριου ουρανού το καταγάλαζο χρώμα. Δεξιά μεριά, κατά τη δύσι, της Κουκουλούς ο Γκρεμνός, αιωνόβιος γρανίτης, τεράστιος, γέρω γίγαντας επιβλητικός με τη στρογγυλή, σαν κρανίο ανθρώπινο, τη φαλακρή κεφαλή του, που ποιός ξέρει πόσους κατακλυσμούς και πόσ' αστροπελέκια επεριφρόνησε και οπού δείχνει, θαρρείς με υπερηφάνεια, σχισμάδες και χάσματα εις τα πολύπαθα πλευρά του σαν της πληγές του της τιμημένες πολεμιστής ακατάβλητος.

Αλλ' αυτές η εικόνες δεν έκαναν αίσθησι στον παππά Συνέσιον. Εγύριζε πίσω του και έβλεπε ανυπόμονα, ωσάν κάποιον να επερίμενε. Και αλήθεια, ύστερ' από κάμποση ώρα εφάνηκε ο Γιάννης ο Σερέτης οπού και ήλθε και εκάθησε κοντά στο γούμενο.

Το υποκείμενον αυτό είνε αξιοπερίεργος τύπος, παράξενος και πρέπει να τον περιγράψωμε για να δώσωμε μια κάποια ιδέα στον αναγνώστη. Εξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, με μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στης άκρες, χωρίς γένεια, με βράκα συμμαζεμένη που κατέβαινε ως το γόνατο και άφηνε γυμνές της λιπόσαρκες κνήμες του, ζωσμένος σφιχτά με ζώνη μάλλινη, σχεδόν πάντα ξεμανίκωτος και στην κεφαλή μ' ένα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω με μακρυά φούντα και δεμένο με μαντήλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω με μπιμπίλες σαν γυναίκα. Αναθρεμμένος από παιδί με γυναίκες, επήρε τους τρόπους των όλους ώστε που απογυναικώθηκε καθ' ολοκληρία· ομιλία, περπάτημα, χειρονομία, όλα ήταν γυναίκεια.

Η γυναίκαις προ πολλού είχανε πάψη να τον φοβούνται· τον ήξευραν – προ χρόνια τώρα – ως τελείως νεκρωμένο. Έργο είχε να σαβανώνη, να στρώνη νυφικά κρεββάτια και να υπηρετή στης εκκλησίαις. Ζωηρός, αστείος, εύθυμος πάντα, κουσεγιάρης σαν γυναίκα πρόστυχη, ανακατονώτανε σε κάτι μικρορραδιουργίες, έφτιανε κι' εχαλούσε παντρειές κατά την περίστασι. Λίγα χρόνια προτήτερα είχε δυνατό αντίζηλο τον λεγόμενο χονδρό Σερέτη. Γυναικωτός κι' εκείνος, είχε το ίδιο επάγγελμα· ήταν όμως αξιοπρεπής· ραδιουργίες και κουσέγια δεν ήξερε και γι' αυτό τον είχαν τα καλλίτερα σπίτια. Και επολεμούσαν ο μεγάλος και ο μικρός Σερέτης· αυτός όμως δεν τα έβγαζε πέρα και τον εκδικούτανε με ρίμες σατυρικές που της έφτιανε πρόχειρα και της εφώναζε στο δρόμο μέσα. Είναι γνωστοί και σήμερα μερικοί στίχοι του εις βάρος του εχθρού του· του έλεγε:

«Φορεί βρακιά ως Κάζακος, φαρδιά υπέρ σακκία, «που κρύφτουν λέρες χίλιες δυο και περισσή κακία, «Νυμφοστόλος, νεκροστόλος και κατεργαριά και δόλος».

Μετά τον θάνατο όμως του μεγάλου, ησύχασεν ο μικρός, γιατί είχε το στάδιο ελεύθερο.

Ήταν φίλος του παππά Συνέσιου, ο οποίος είχε τώρα την ανάγκη του για τον γάμο που εμελετούσε να κάμη. Γι' αυτό συχνά κατέβαινε στη χώρα, που κατοικούσε ο Σερέτης και αυτός πάλι συχνά ερχότανε στο Μοναστήρι για την ίδια δουλειά. Και τώρα γι' αυτό βρίσκεται απάνω να συνεννοηθή με τον 'γούμενο για ύστερη φορά.

– Ήσκασα να σε περιμένω, του είπεν αυτός, άμα επλησίασε.

– Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη.

– Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά.

Αμέ ο παππάς ο Κρητικός;

– Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.

– Και πρέπει να πιαστή, είπεν ο Σερέτης· εγώ θα τονε φέρω ο ίδιος εις του Μαρούπα τα χοιροσφάγια και ύστερα ας πάη ο Κοντοπάνης να τονε κυνηγά.

– Πάμε τώρα μέσα, είπεν ο 'γούμενος, να βοηθήσης τον Δημήτρη εις το

τρίψιμο των καντηλιών και ύστερ' ανεβαίνεις και τρώμε.

Από την αυλή του μπακάλικου έβλεπαν τα δυο υποκείμενα οι παππάδες με τον Γιώργη κ' έλεγαν ανάμεσό τους – πολλά.

– Υποκείμενο αλήθεια! Είπεν ο παππά Κύριλλος.

– Μα τι γυρεύεις από άθρεπο που, μαζή με τη μάννα του, εστάθηκεν αιτία να χαθή ο καϋμένος ο πατέρας του, ο καλός άθρεπος και ο λαμπρός εκείνος ναύτης.

– Αλήθεια, είπεν ο παππά Κύριλλος, ήκουσα κ' εγώ αυτή την ιστορία του ναύτη, μα μόνο άκρες μέσες.

Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα του μπακάλη τον εφώναξε μέσα.

– Εγώ την ξέρω με το νι και με το σι, είπεν ο Γιώργης, από τον μπάρμπα μου το γέρω Ζέπω· σου τήνε λέω άλλη φορά.

Κι' εμπήκε στο μαγαζί του.

Ο παππά Συνέσιος, ως τόσο, αφού εγευμάτισε με τον φίλο του τον Σερέτη, του έδωκε και άλλες οδηγίες, της υστερινές, για τη δουλιά που εμελετούσαν και του εσύστησε αυστηρά να προσέξη, το δίχτυ που έπλεκαν να είναι και στερεό και τεχνικό, για να μην ήθελ' εύρη το ψάρι κανένα μέρος αδύνατο ή καμμιά τρύπα μεγαλείτερη και τους φύγη. Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο. Ο Μανάρας ήταν από τοις πλούσιοι χωρικοί· πολύ έξυπνος και πολύ άξιος άνθρωπος, εφημηζότανε και για πολύ τολμηρός λαθρέμπορος. Ο παππάς Συνέσιος εβυθίσθηκε σε ύπνο βαθύ και μόνο αργά πλιο, απόσπερνα, ήλθε το Βαγγελάκι κ' εμπήκε στην κάμαρά του, όπου έμεινε πολλή ώρα. Τι είπανε, κανείς δεν μπορούσε να μάθη· γιατί το χωριανόπαιδο, δασκαλεμμένο από τον πατέρα του, που το είχε το δεξί του χέρι, δεν έλεγε ποτέ τίποτα, Η διδασκαλίες του πατέρα του και του παππά Συνεσίου δεν επήγαιναν του κάκου.

Σαν εβράδειασε, επήραν οι καλόγεροι το ξερόφαγό τους, το καρβελάκι το μαύρο και τα νερόβραστα φασόλια και ετραβήχθηκε καθένας 'ς την τρύπα του. Γιατί στ' αλήθεια, τα κελλιά εκείνα, σκοτεινά και την ημέρα και μόνο με μια χαμηλή πορτούλα, έμοιαζαν με τρύπες, σαν φυλακές κατάδικων. Οι παππάδες επήγαν λίγο στου μπακάλη και εκεί έμαθαν πως κάτι μελετά τη νύχτα ο 'γούμενος, γιατί ο Γιώργης είδε το Βαγγελάκι, που εγνώριζε, και από άλλη φορά, γιατί έρχεται. Δεν ετολμούσε όμως κανείς να πη τίποτα.

– Ας κάμη καλά ο αλιτήριος, τι μας μέλει; Είπαν οι παππάδες ανάμεσό τους κ' εγύρισαν γρήγωρα, σύμφωνα με τον κανονισμό κ' εζάρωσαν και αυτοί στα κελλιά τους, και εις της εννιά ώρες όλο το Μοναστήρι ήτανε βυθισμένο σε βαθύτατο ύπνο. Τίποτα δεν άκουες παρά το φύσημα του αγέρα, που είχε πάρη δυνατά λίγο προτήτερα και τον μονότονο και μελαγχολικό τριγμό των παληών παραθυριών του ηγουμενιού.

Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο. Τα κλειδιά ήτανε διάφορα, μικρά και μεγάλα και άρχησε να τα διαλέγη και σε καθένα να χαράζη, μ' ένα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του. Ήταν αυτά καθώς έλεγαν, αντικλείδια, για ν' ανοίγη τα κελλιά και της κασσέλες των καλογήρων που υποπτευότανε, θα εργάσθηκε ως μια ώρα, όταν από την κάμαρα, που ήταν στο βάθος, ακούσθηκε αδύνατο περιπάτημα και σε λιγάκι ανοίχθηκε η πόρτα και στο κατώφλιο εφάνηκε η μάννα του 'γουμένου, κάτασπρη μέσα στο μαύρο της ράσο. Εθύμωσε ο 'γούμενος.

– Ποιος σ' επείραξε πάλι κ' εσηκώθηκες νύχτα, σαν κουκουβάγια; είπε με θυμό!

– Τι μελετάς πάλι, αλιτήριε; αρώτησεν εκείνη, χωρίς ν' αποκριθή.

– Δεν είνε δουλιά σου· μη με κολάζης.

– Χαμένο κορμί! είπεν εκείνη· θα σε διώξουνε πάλι σαν κατάδικο!

– Άμε να κοιμηθής, γρηά στρίγγλα!

– Αδιόρθωτε, χοίρο! θα φας το κεφάλι σου.

– Φύγε, σου λέω κ' εγώ ξέρω τι κάνω.

– Να ξεραθής, ανόητε!

– Κακούργα!

– Χοίρο!

Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε.

Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω. Εκύτταξε γύρω του – σιωπή μεγάλη και μόνο ο άνεμος εφυσούσε με μανία και το παλαιό σκοινί του μικρού καμπαναριού της εκκλησιάς εσφύριζε λυπητερά· φως πουθενά κανένα και μόνο μυριάδες άστρα, διαμαντόπετρες υπέρλαμπρες, ετρεμόσβυναν στο στερέωμα. Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία. Τέλος θα ήταν μια μισή μετά τα μεσάνυχτα, οπού ακούστηκαν απ' όξω ποδοβολητά και απορθουνίσματα ζώων, Ο παππά Συνέσιος εσηκόθηκε κ' επλησίασε την πόρτα. Σε λιγάκι εχτύπησαν ελαφρά και ο 'γούμενος εύγαλε τον ξύλινο μοχλό της σιδερόφρακτης πόρτας, η οποία έτριξε δυνατά στα σκουριασμένα μάσκουλά της και ανοίχτηκε διάπλατη. Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι.

– Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος.

– Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός.

– Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

– Ένας στρατιώτης είχεν υποψίες· θαρρείς πως δεν είνε και καταδότες; ως που να τονε πλανέσω, εγώ ξέρω τι τράβηξα!

– Οι μασκαράδες! είπεν ο 'γούμενος. Γρήγορα τώρα να ξεφορτώσουμε.

Πέντ' έξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες και πετρέλαιο εστέκουνταν όξω. Οι χωρικοί άρχησαν το ξεφόρτωμα και με τη βοήθεια του γουμένου σε μισή ώρα έβαλαν την πραμμάτεια στο μαγαζί της Μονής, που ήταν έτοιμο από νωρίς και, αφού ο Μανάρας είπεν ό,τι είχε να πη του γουμένου, εκάθησαν στα ζώα κ' έφυγαν. Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση. Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.

– Ζώα τετράποδα, είπε μεγαλόφωνα· ανίκανα και ψωμί να φάνε· μόνο προσευχές ξέρουνε. Αμέ οι παππάδες εκείνοι να θέλουν να γενούν 'γουμένοι! Μήτε να μιλήσουν δεν ξέρουν, όχι να διοικήσουν! Ο Μαλάκας ο Νεκτάριος που μόνο ταμπάκο ξέρει να ρουφά και ο χτηκιάρης ο Φίλιππος που και να μιλήση του δίνει κόπο. Όσο για τον καϋμένον τον Κύριλλο, αυτός είνε καλός και περνώ την ώρα μου μαζή του. Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε.

– Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.

ΚΕΦ Β'
Ο ΝΑΥΤΗΣ

Πριν προχωρήσωμε, ανάγκη να στραφούμε κάμποσα χρόνια πίσω για να περιγράψωμε μια ιστορία πολύ σχετική με τη διήγησί μας.

Είνε καλοκαίρι. Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη, στέλνοντας και στη στεριά και στη θάλασσα, παντού, όπου εμπορούσε να ξαπλωθή και να εισχωρήση, το γλυκό, το θαλπερό ακόμα, το τρισπόθητο αποχαιρετιστήριο φως του. Όλα δείχνουν μιαν μαγευτικήν εικόνα χαράς και ευθυμίας ζωοπάροχης και μόνο σ' ένα φτωχικό χαμόσπιτο βασιλεύει – τι φοβερή αντίθεση – της συμφοράς το σκοτάδι..

Τα μυαλά του σκοτωμένου, σκορπισμένα εις το κεφαλάρι της πόρτας, εκηλίδωναν απαίσια όλο εκείνο το μέρος του τοίχου. Ο ναύτης, ξαπλωμένος και με ανοιχτό το κρανίο, έπιανε το μισό δωμάτιο με το μεγάλο του ανάστημα. Κόσμος πολύς, όξω και μέσα και κλάμματα και άγρια ξεφωνητά γυναικών πότε πότε, έκαναν πιο φριχτή την απαίσια εικόνα. Περισσότερο απ' όλες εφώναζε κ' εθρηνούσε η αδερφή του σκοτωμένου για το κίνημα το ανόσιο, για το άδικο που της έκαμε. Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.

Μεγάλο κρότο έκαμε στο μικρό τόπο ο ασυνείθιστος, ο φριχτός θάνατος του ναύτη· να βάλη χέρι απάνω του ο ίδιος! τι του ήρθε; Μεγάλο άδικο έκαμε στον εαυτό του και στους δικούς του. Σαν έμαθαν όμως την αιτία και αυτοί που τον κατηγορούσαν, τον ελυπήθηκαν τώρα κ' εμετανοούσαν για τα λόγια που είχαν πη. Γιατί, αλήθεια, πολύ πικρά λόγια είχεν ακούση ο κακόμοιρος ο ναύτης απ' όλους· δεξιά και αριστερά τον κακολογούσαν. Το μεγάλο όμως χτύπημα, το αποφασιστικό, του το έδωκαν η γυναίκα του και το παιδί του το ίδιο. Διωγμένος απ' αυτήν, θα έμενε στο δρόμο μέσα, αν δεν ήταν η αδερφή του να τονε δεχτή στο φτωχικό της. Σαν ακούστηκε η φριχτή είδησι, εφάνηκε και η γυναίκα του σαν μετανοημένη και άρχησε το κλάμμα· αλλά η γυναικαδέλφη της δεν την πίστευε. Ήξερε αυτή την τυραννισμένη ζωή που περνούσε ο αδερφός της από την γυναίκα του και δεν πίστευε στη μετάνοιά της, που την έδειχνε λίγο αργά. Το υστερινό της μάλιστα φέρσιμο τον στενοχώρησε τον άμοιρο και δεν μπόρεσε περισσότερο να ζήση.

Ο ναύτης ήταν πολύ γνωστός για την καλωσύνη και την τιμιότητά του. Ήταν όμως άτυχος άνθρωπος. Η γυναίκα του, που είχε πολύ δύστροπο χαραχτήρα, ποτέ δεν του γλυκομίλησε και συχνά τον εξέβριζε, γιατί, ενώ άλλες, ναυτώνε γυναίκες, ήταν πλούσιες· ενώ ο άνδρας της συντέκνισάς τους αγόρασε αμπέλι και χωράφι, αυτοί με δυσκολίαν εζούσανε. Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη. Αλλοίμονό του δε αν ήθελε καμμιά φορά βοηθήση την φτωχή αδερφή του· ευθύς που το μάθενε, του έψελνε, όσα σέρν' η σκούπα κ' εκείνος έφευγε να μην ακούη· τα έπαιρνε όμως όλα μέσα του και ήταν δυστυχής. Η αδερφή τούλεγε ν' αφήκη μια τέτοια στρίγγλα, εκείνος όμως επροτιμούσε να υποφέρη.

Αλλά και η υπομονή έχει τα όριά της και είνε πράγμα όπου λέγει ο άνθρωπος «ως εκεί και μη παρέκει· δεν βαστώ πιο.» Και αλήθεια το κακό επαραμεγάλωσε και η πονεμένη καρδιά του ναύτη δεν μπόρεσε να το χωρέση.

Ήταν αθώος σαν το νεογέννητο παιδί και ο κόσμος ως τόσο του ρίχτηκε και πρώτη πρώτη η γυναίκα του. «Δε σ' αφίνει ο κακόκοσμος ποτέ ήσυχο»· εσυλλογιζότανε ο ναύτης· «θαρρείς περιμένει τίποτα στραβό, κανένα σκόνταμα, ή αδυναμία καμμιά για να σου ριχτή, να σε σπρώξη να πέσης όλως διόλου ν' αφανισθής για να χαρή αυτός ή και για να σε κλάψη ύστερα.»

Μερικοί φίλοι του ναύτη, ναύτες κι' αυτοί δουλευταράδες, σε μέρη μακρυνά του είχανε δώση να φέρη στα σπίτια τους χρήματα, ποιός δέκα τάλλαρα, ποιός είκοσι· τον γνώριζαν κι' από άλλη φορά και ήταν ήσυχοι. Ήταν ναύτης σε καράβι φράγκικο, και για την τύχη του, κάπου εναυάγησε κ' εγλύτωσε με την ψυχή στο στόμα· χρήματα, δικά του και ξένα, έμειναν στης αχόρταγης θάλασσας το βάθος το ανήλιο. Η γυναίκες, που περίμεναν τους παράδες, σαν έφτασε ο ναύτης πήγαν να μάθουν και άκουσαν τη συφορά! Εμουρμούρισαν, φυσικά, γιατί η φτώχεια κάνει σκληρό τον άνθρωπο και ύποπτο. Ο καϋμένος ο ναύτης είπεν όλη την αλήθεια, μα δεν τον πίστεψαν. Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε – «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μου.» Είδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος. Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της.

Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του. Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα – «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε.

Ευγήκε στην εξοχή. Η φύση, στολισμένη με όλη της τη λάμψι, εσκορπούσε τριγύρω τα μαγευτικά της δώρα με μεγαλοπρεπή αφθονία. Εγελούσαν όλα· και τα βουνά και οι κάμποι και τα περήφανα δέντρα και η ταπεινή χλόη και η λίμνη η ακίνητη και το νερό το τρεχάμενο, όλα ηλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμάτα ζωή. Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, που να τα κλείση ένας στην παλάμη του, έχυναν τη χαρμόσυνη, μελωδική φωνούλα τους, τρέχοντας εναέρια από δέντρο σε δέντρο και από θάμνο, σε πέτρα, με το κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· αρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στον απότοιχο χωραφιού, αναμασσούσαν την τροφή τους αμέριμνα. Όλες αυτές η εμορφιές, όλ' αυτά τ' αγαθά σαν να σε προσκαλούσαν να ζης, σαν να σου λέγαν να λησμονής κάθε βάσανο και κάθε λύπη. Αλλά ο ναύτης με τη μαυρίλα της συμφοράς, με το βαθύ σκοτάδι στην καρδιά του την πληγωμένη, ήταν αναίσθητος στην γοητευτικήν εικόνα και αν ετύχαινε να έρθη στο σκοτισμένο του μυαλό καμμιά ιδέα, ήταν και αυτή απελπιστική. Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται.. και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας.

Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.

Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω. Ο καφετζής του είπε «καλώς τον» κ' εξακολούθησε το κάπνισμα. Πέρασε λίγη ώρα σε βαθειά σιωπή, όταν έξαφνα ακούστηκαν φωνές και γέλοια στο δρόμο. Ο ναύτης εσήκωσε ζωηρά το κεφάλι, σαν να τον εκέντησε κάτι ευχάριστο, σαν να του εγαργάλισε την ακοή μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνούλα. Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του.. το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών. Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή.. Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα.. Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια.. Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του. Άξαφνα, μέσα στη φριχτή κατάστασι του ταραγμένου μυαλού του μία ιδέα μαύρη του επέρασε, μία ιδέα σκοτεινή, η οποία όμως – πράμμα παράξενο – του έφερε αταραξία.

Και του ήρθανε κάτι συλλογισμοί που δε μπορούσε να τους διώξη· – χωρίς να κάμω κακό, χωρίς να θέλω να βλάψω, να πειράξω κανεί, με κυνηγούνε σαν σκυλί ψωριάρικο, είπε με πικρία. Ούλη μου τη ζωή επέρασα τίμια, χωρίς ν' αδικήσω και να που εκατάντησα. Από τι; Από κάτι κακό που τόφερε η Τύχη. Δε νοιώθω τι είν' αυτά, μα είνε πολύ παράξενα. Ούλη μου τη ζωή τίμιος και για μια στιγμή παν όλα. Με βλέπουνε πως χάνομαι, βυθίζομαι και κανένα χέρι δεν απλώνει να με πιάση. Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς;

Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο.

– Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του. Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο – παλαιό τουφέκι του σπιτιού των – εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του – δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά – . κ' επυροβόλησε.

Και τώρα ομπρός στο άτυχο το θύμα του σκληρόκοσμου η κακογλωσσιά έπαψε· άκουες μόνο λόγια, παρατήρησες άλλες. – Γιατί να σκοτωθή; τι τον έμελλε; δεν έφευγε; «Ο κόσμος δε σ' αφίνει ήσυχο σε καμμιά περίστασι», έλεγ' ένας που αγαπούσε να φιλοσοφή· σε φορτώνεται χωρίς να εξετάζη πολύ πολύ σε ποιά ψυχική κατάστασι να βρέθηκε ο άνθρωπος· για μια στιγμή μπορεί να αισθάνθηκε μέσα του το κενό, το χάος, μπορεί να τούλειψε ο νους και σε στιγμή λειποψυχίας, έδωκε τη βουτιά του στην αχόρταγη της ανυπαρξίας θάλασσα. Αφήστέ τον ήσυχο, Χριστιανοί μου!

Στην έρημη, τη φτωχή του κακότυχου ναύτη κηδεία ούτε παππάς, ούτε ψαλμωδία καμμιά.. μόνο μερικά δάκρυα μερικών πονόψυχων τον εσυνώδευσαν και την ύστερη στιγμή η αδερφή του – για τη γυναίκα του δε μιλώ – ερράντισε το βασανισμένο κουφάρι του με δάκρυα θερμά.

Yosh cheklamasi:
12+
Litresda chiqarilgan sana:
25 iyun 2017
Hajm:
140 Sahifa 1 tasvir
Mualliflik huquqi egasi:
Public Domain