ομόγνωμοι είχαν και σαν κάθονταν στο θρόνο,
φίλοι και τώρα, όπως μπορείς να συμπεράνης,
στη συμφορά τους και πιστοί στον όρκο που είπαν^
γιατ' είχαν συμφωνήση μ' όρκο να σκοτώσουν
τον άθλιο τον πατέρα μου και ναποθάνουν
κ' οι δυο μαζί – και κράτησαν καλά τον όρκο.
Και ιδέτε ακόμα, οι μάρτυρες των κακών τούτων,
τη μηχανή τους, δέσιμο του αθλίου πατρός μου,
τα χεροπέδουκλα και τα ποδόλουρά του·
ξεδίπλωστέ το κι ολοτρόγυρα στεκόντας
δείχτε το ανθρωποδόκανο, να ιδή ο πατέρας,
όχι ο δικός μου, μα που όλ' αυτά επιβλέπει,
ο Ήλιος, της μητέρας μου τανόσια έργα,
για νάναι μάρτυρας στη δίκη μου μια μέρα
πως με το δίκιο μου έπραξα τούτο το φόνο
της μάννας μου – γιατί του Αιγίσθου ούτε τον λέω·
έχει τη δίκη ο ατιμαστής, που θέλει ο νόμος·
μα αυτή που το θεομίσητο κακό εσοφίστη
για τον άντρα, που βάσταξε κάτου απ τη ζώνη
το βάρος των παιδιώνε του, γλυκό της βάρος
έναν καιρό, μα τώρα, ως δείχνει, μισημένο,
πώς την νομίζεις; σμέρνα ή αμβίσβαινα, που μόνου
να 'γγίξη κάποιο εσάπισε κι αν δεν δαγκώση;
τι να την πω και στο σωστό να μη αστοχήσω;
βροχόλουρα θεριού; ή σκέπασμα ως τα πόδια
ενός νεκρού στον κράβατο; μα βέβαια δίχτυ
και βρόχια να την πης μπέρδεμα για τα πόδια.
Τέτοιο και νάχε ένας ληστής, τρόμος των ξένων,
που έχει για ζήση την κλεψιά, με τέτοιο δόλο
πολλούς σκοτώνοντας, χρυσές δουλειές που θάχε!
Παρά τέτοια συντρόφισσα στο σπιτικό μου
κάλλιο άκλερος ας δώσουν οι θεοί να σβύσω.
Αλλοίμονο, τι φοβερά κακά!
τον βρήκε θάνατος φριχτός·
μα και για κείνον πάργησεν, ιδού,
ανθίζει τώρα η συμφορά.
Έπραξεν ή δεν έπραξε; μάρτυραν έχω
το έντυμ' αυτό, πόβαψε του Αίγισθου το ξίφος·
σημάδι κ' οι πολυκαιρνές του αιμάτου οι βούλλες,
που πολλά χρώματα έφθειραν από τα ξόμπλια·
τώρα εγκωμιάζω το έργο μου και τώρ' αμέσως
το κλαίομαι πάλι, κ' ενώ λέω αυτό το ρούχο
του πατρός μου φονιά, τα κρίματα πονιούμαι,
τα πάθη μας κι όλη μας τη γενιά – κρατόντας
ταζήλευτα μιάσματα μιας τέτοιας νίκης.
Κανείς άνθρωπος δίχως κακό τη ζωή του
ως το τέλος αζημίωτος δε θα περάση,
αλλοί του!
τώρα η μια συμφορά, κ' η άλλη αμέσως θα φτάση.
Μα για να μάθης – γιατί που θα βγη δεν ξέρω,
κι όξω απ τον ίσιο δρόμο σαν πως να με τρέχουν
ταλόγατα, γιατί με σέρνει αθέλητά μου
που δεν ακούει γκέμι ο νους, και στην καρδιά μου
έτοιμη κοντοστέκ' η μάνητα να ψάλη
κι απίκου από το φόβο της να ορχιέται εκείνη —
μα όσο που ακόμα είμαι καλά, στους φίλους λέω
και διαλαλώ πως σκότωσα, μα με το δίκιο,
τη μάννα μου τη φόνισσα και θεών κατάρα·
κι αυτής της τόλμης την αποθυμιά καυχιούμαι
πως μόβαλε ο πυθόμαντις Λοξίας, που μούπε
όξω από κάθε φταίξιμο θάμαι αν το πράξω
κι αν ταμελήσω – δεν το λέω το τι θα πάθω,
ουδ' είν να βάλη ανθρώπου νους τις συμφορές μου·
και με βλέπετε τώρα πως ετοιμασμένος
μ' αυτούς τους κλώνους της ελιάς και τα στεφάνια
θα φτάσω στο μεσόμφαλο ιερό του Φοίβου,
τάσβυστο φέγγος της φωτιάς καθώς το λένε,
απ το συγγενικό διωγμένος αίμα, κι ούδε
σ' άλλο βωμό να σύρω μ' άφησε ο Λοξίας.
Γι' αυτό σας θέλω μιαν ημέρα όλ' οι Αργείτες
πως με ηύραν τούτα τα κακά να μαρτυράτε·
μα εγώ πλανήτης ξένος και χωρίς πατρίδα
ζωντανός και νεκρός τόνομ' αυτό θαφήσω.
Μα όλα καλά 'ναι, και στο στόμα σου μην παίρνης
λόγια κακομελέτητα και γλωσσοτρώεσαι·
ξεσκλάβωσες τη χώρα πάσα των Αργείων
πόκοψες τολμηρά των δυο φιδιώ την κάρα.
Α, α!
Πιστές μας δούλες, να τες κείνες σα Γοργόνες
σταχτόμαυρα ντυμένες, πλοκαμοζωσμένες
μ' αρμαθιές φίδια· δε μπορώ πια να βαστάξω.
Ποιες φρεναπάτες πολυαγάπητε σε δέρνουν;
Θάρρος· κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.
Δεν είναι φρεναπάτες των ματιών μου ετούτες,
μα οι οργισμένες, φανερά, σκύλλες της μάννας.
Γιατί 'ν' νωπό το αίμα των χεριώ σου ακόμα
κι αυτό 'ναι που σου φέρνει ταραγμό στο νου σου.
Άναξ Απόλλων! πώς πληθαίνουν αυτές τώρα
και στάζει από τα μάτια τους μισητόν αίμα!
Υπάρχουν καθαρμοί και 'γγίζοντάς σε ο Απόλλων
από τις συμφορές αυτές θα σε γλυτώση.
Εσείς δε θα τις βλέπετε· μα εγώ τις βλέπω
και δρόμο παίρνω· δε μπορώ πια να βαστάξω.
Πήγαινε στην ευχή! κι ο Θεός καλόσκεπός σου
ας σε φυλάη σ' αυτές τις τύχες που σε βρήκαν.
Ιδού πάλιν επλάκωσε ο τρίτος χειμώνας
σηκωμένος σ' αυτά 'πό γενιάς τα παλάτια·
πρώτην έκανε αρχή του πανάθλιου Θυέστη
το φριχτό παιδοφάγωμα εκείνο·
δεύτερο ήρθε το πάθημα του βασιλιά μας
που μες στο λουτρό σκοτωμένος επήγε,
ο αντρείος αρχηγός των Ελλήνων·
τώρα πάλ' ήρθε τρίτο από κάπου κι αυτό
και πώς να το πω; σωτηρία ή χαμό;
μα πού τάχα θα βγη και πού θα σταθή
ησυχία να βρη αυτ' η άγρια η λύσσα;
Bu va yana 2 ta kitob 399 UZS