bepul

Αγαμέμνων

Matn
Muallif:
iOSAndroidWindows Phone
Ilova havolasini qayerga yuborishim mumkin?
Mobil qurilmada kodni kiritmaguningizcha oynani yopmang
TakrorlashHavola yuborildi

Mualliflik huquqi egasi talabiga ko`ra bu kitob fayl tarzida yuborilishi mumkin emas .

Biroq, uni mobil ilovalarimizda (hatto internetga ulanmasdan ham) va litr veb-saytida onlayn o‘qishingiz mumkin.

O`qilgan deb belgilash
Shrift:Aa dan kamroqАа dan ortiq
 
σαν την κρυμμένη συμφορά, κακιά του μοίρα!
Τέτοια τολμά! γυναίκα να σκοτώση άντρα!
και ποιο όνομα στο μισητό το τέρας νάβρω
να του ταιριάζη; αμφίσβαινα ή τάχα Σκύλλα
που μες στους βράχους, θρήνος των ναυτών, φωλιάζει;
μάννα του Χάρου αλλόφρενη, που των δικών της
κρατάει αμάχη ασύβαστη; κ' ερέκαξε έτσι
σαν να είχε εχθρούς η απόκοτη κατατροπώση,
και χαρά τάχα δείχνει για το γυρισμό του;
Και αν θέλης πίστεψέ μου, κι αν δε μη. τι τάχα;
Θαρθή που θάρθη· και συ μάρτυρας σε λίγο
σωστή πολύ προφήτισσα θε να με κλάψης.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Το δείπνο του Θυέστη με παιδιών του σάρκες
τόνοιωσα κι ανατρίχιασα κ' έχω ένα φόβο!
Γι' αυτά σου που είπες, που δε μοιάζουν παραμύθια·
μα τάλλα πάκουσα – βγήκα και πάω απ' το δρόμο.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Πώς του Αγαμέμνονα θα ιδής σου λέω το φόνο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Φράξε το στόμα σου, άθλια, στον κακό λόγο!
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Γιατρός κανείς δεν βρίσκεται γι' αυτό που σου είπα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Όχι, αν θα γίνη· μα ο θεός να μην το δώση!
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Καλές οι ευχές· μα εκείνοι μελετούν τον φόνο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ποιος νάναι ο άντρας που το κρίμα αυτό ετοιμάζει;
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Βλέπω οι χρησμοί μου αλήθεια πήγανε στο βρόντο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ποιος είν' αυτός ο επίβουλος, δεν τόχω νοιώση.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Κι όμως καλά τη γλώσσα ξέρω των Ελλήνων.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και η Πυθία επίσης, μα οι χρησμοί της, σκότος.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Αλλοί μου! ω ποια φωτιά χυμίζει και μ' αδράχνει!
Οτοτοτοί, Απόλλων Λύκειε, αλλοίμονό μου!
Αυτή, λιόντισσα με δυο πόδια, που κοιμάται
με λύκο, ενώ το αρχοντικό λιοντάρι λείπει
θα με σκοτώση τη φτωχιά, κι ως να ετοιμάζη
φάρμακο, θε να χύση μέσα στην οργή της
και τη δικιά μου πλερωμή κ' ενώ ακονίζει
το σπαθί για τον άντρα της, θε να εγκωμιάζη
πως γιατί μ' έφερε μαζί τον εκδικιέται.
Και τι λοιπόν τα θέλω αυτά σα να μ' εμπαίζουν
τα σκήπτρα και τα μαντικά στεφάνια εμπρός μου;
Εσένα πριν του τέλους μου θα σε χαλάσω·
και στην οργή και σεις, κ' εγώ ταχιά ακλουθώ σας,
στολίσετε άλλη συμφορά αντίς για μένα.
Νά! με τα χέρια του ο Απόλλωνας μου βγάζει
το μαντικό το φόρεμα· κι αφού είδε πρώτα,
και μ' όλη αυτή μου τη στολή, τα περιγέλοια
που φίλοι εχθροί μου κάνανε, βέβαια του κάκου,
κ' υπόφερα σα μια ζητιάνα γυρολόγα
να με λένε φτωχιά, στρίγγλα και λιμασμένη —
και τώρα ο μάντης μάντισσα που μ' έχει κάμη,
μ' ωδήγησε σ' αυτές τις θανάσιμες τύχες!
Κι αντίς ο πατρικός βωμός, με περιμένει
ζεστό το κρεατοσάνιδο που θα με κόψουν.
Μα ακδίκητο οι θεοί το αίμα μου δε θαφήσουν,
γιατί άλλος πάλι εκδικητής θαρθή δικός μας
να πάρη από τη μάννα που τον γέννα πίσω
του πατέρα το γαίμα· κ' έρχεται διωγμένος
πλανημένος κι απόξενος αυτής της χώρας,
κορώνα στου σπιτιού τις συμφορές να βάλη.
Κ' εστέριωσε από τους θεούς μεγάλος όρκος
νάρθη του ξαπλωμένου ανάγερμα πατέρα.
Μα γιατί τάχα εδώ πονετικά να κλαίω
μια που είδα με τα μάτια μου του Ιλίου την πόλη
να πάθη ό,τι έπαθε; και κείνοι που την πήραν
έτσι με των θεών την κρίση ξεμπερδεύουν;
Πηγαίνω στο γραφτό μου και στο θάνατό μου
και χαιρετάω αυτές εδώ του Άδη τις πόρτες.
Μόνου άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω
που να μπορέσω ασφάδαστη και με χυμένο
το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ω συ πολύ ταλαίπωρη και πολύ πάλι
σοφή γυναίκα, είπες πολλά, κι αν απ' αλήθεια
το θάνατό σου ξέρεις, πώς με τόση τόλμη
σα βώδι που οδηγάει θεός στο βωμό στέκεις;
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Δεν έχει γλυτωμό κι αν κερδήσουμε χρόνο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μα η τελευταία η ώρα είναι όπου αξίζει.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Ήρθεν η μέρα· τι θε να κερδίσω αν φύγω;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κακό σου φέρνει, ξέρε το, αυτή σου η τόλμη.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Μα είναι ωραίο κανείς να ποθάνη με δόξα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και ποιος τ' ακούει αυτά απ' τους ευτυχισμένους;
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Ωιμένα εσύ, και τάξια σου παιδιά, πατέρα!
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τι 'ναι; Ποιος φόβος σου γυρνάει το νου σου πάλι;
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Αχ κι αχ!
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τι πάλι αυτό το αχ; εκτός του νου σου αν βλάβη.. ,
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Φόνον αιματοστάλαχτο βγάζουν οι τοίχοι.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και πώς; Είν' τα σφαχτά που στους βωμούς μυρίζουν.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Είν' όμοιος σαν αχνός που βγαίνει από τους τάφους.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Δεν μοιάζει αυτό που λες με της Συρίας τα μύρα.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Μα τώρα μέσα πάω τη μοίρα μου να κλάψω
και του Αγαμέμνονα· με φτάνει όσο έχω ζήση.
Αχ φίλοι!
Δε σκούζω σαν πουλί έτσι από μάταιο φόβο
σε θάμνο εμπρός· θε να πεθάνω· και σας θέλω
μάρτυρες, σαν πεθάνη αντίς για με γυναίκα
κι άντρας αντίς για τον κακότυχο τον άντρα·
ως ξένιο δώρο πριν πεθάνω αυτό σας θέλω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αθλία, σου κλαίω τη μοίρα σου που προφητεύεις.
 
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
 
Ακόμη μια φορά θέλω να πω σαν θρήνο
έτσι εδικό μου. Μπρος στο στερνό φως του ήλιου
εύχομαι οι εκδικάτορες του βασιλιά μου
να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες
για το εύκολο κατόρθωμα φόνου μιας σκλάβας.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αχ και το τι 'ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του
σα ζουγραφιά φαντάζει, πλην η δυστυχία
μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβύνει·
κι αυτά από κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμη.
Η ευτυχία είναι πράμα που δε λένε ποτέ
να χορτάσουν οι ανθρώποι
και δεν τη βαρέθηκε τόσο κανένας ποτέ
να της κλείση την πόρτα
απ' έξω απ' τα πλούσια παλάτια,
κράζοντάς της: μη μπαίνης.
Και σ' αυτόν έχουν δώση οι θεοί να νικήση
του Πριάμου την πόλη
και μας γύρισε πίσω γιομάτος με δόξα.
Μ' αν τώρα πλερώση το κρίμα των άλλων
κι αν άλλων θανάτων το γαίμα ξεπλύνη
αυτός με το φόνο του πάλι,
ποιος γρικόντας αυτά θα μπορέση να πη
πως με δίχως κακό εγεννήθη;
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Ωιμένα μου και πάω! βαθιά με βρήκε μέσα!
 
ΧΟΡΟΣ
 
Σώπα! ποιος φωνάζει τάχα χτυπημένος στα γερά;
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
 
Πάλι ξανά μου αλλοίμονο με βρήκε κι η άλλη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Το έργο τέλειωσε! λογιάζω απ' τη φωνή του βασιλιά·
μα τουλάχιστον έλ' ας δούμε τι έχουμε να κάμουμε.
 
ΧΟΡΟΥ ο α'
 
Εμένα η γνώμη μου είναι σε βοήθεια αμέσως
να κράξομε όλη εδώ την πόλι στο παλάτι.
 
ΧΟΡΟΥ ο β'
 
Εγώ, μια ώρα αρχύτερα να μπούμε μέσα
και να τους πιάσομε με το σπαθί στο χέρι.
 
ΧΟΡΟΥ ο γ'
 
Και γω μ' αύτη τη γνώμη, κάτι πρέπει λέω
να κάμουμε, καιρός για χάσιμο δεν είναι.
 
ΧΟΡΟΥ ο δ'
 
Φώς φανερό· όπως άρχισαν είναι σημείο
πως ετοιμάζουν τυραννίδα για την πόλη.
 
ΧΟΡΟΥ ο ε'
 
Η ώρα περνά, μα όσοι της άργητας πατούνε
στα πόδια τη ντροπή, έχουν το χέρι ξύπνιο.
 
ΧΟΡΟΥ ο στ'
 
Και γω δε ξέρω ποια βουλή να βρω να δώσω·
πρέπει να το σκεφθή ένας που κάνει κάτι.
 
ΧΟΡΟΥ ο ζ'
 
Τέτοιος είμαι κ' εγώ, γιατί δε ξέρω τρόπο
έναν που πέθανε, με λόγια ν' αναστήσω.
 
ΧΟΡΟΥ ο η'
 
Κ' έτσι όσο ζούμε το λοιπόν, στην κεφαλή μας
θάχουμε αυτούς τους άτιμους να μας ορίζουν;
 
ΧΟΡΟΥ ο ι'
 
Μα όχι! δεν είναι υποφερτό· κάλλιο ας πεθάνω
παρά σκλαβιά, γλυκύτερη μια τέτοια μοίρα.
 
ΧΟΡΟΥ ο ι'
 
Μα τάχα αυτά τα βογγητά να είταν σημάδι
να κρίνουμε πώς είναι κι όλας σκοτωμένος;
 
ΧΟΡΟΥ ο ια'
 
Ας μη μας παίρνη ο οργή πρι να βεβαιωθούμε·
άλλο να βάζης με το νου, κι άλλο η αλήθεια.
 
ΧΟΡΟΥ ο ιβ'
 
Απ' όλα τα πολλά μ' αυτή τη γνώμη κλίνω
να μάθουμε ακριβώς τι γένηκε ο Ατρείδης.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Απ' όλα πριν που από σκοπού έχω ειπωμένα
δε θε να το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα.
Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει
τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος,
να περιφράξη στέρεα του χαμού τα δίχτυα
σε ύψος που να είναι αδύνατο να το πηδήση;
Μα εμέ δε με ηύρε ανέτοιμη αυτός ο αγώνας
της έχθρας τέλος της παλιάς, αν και με χρόνια.
Και στέκω εδώ που χτύπησα, στο έργο μου επάνω.
Κ' έτσι έκαμα, και δεν τ' αρνιούμαι, που απ' το χάρο
να μην μπορέση να διαφεντευθή ή ξεφύγη.
Γύρω του δίχτυ ατέλειωτο, σαν ψαριών δίχτυ,
τυλίζω – πλουσιοπάροχη φορεσιά χάρου —
και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους
πέφτει παράλυτο κορμί και σωριασμένος
τρίτη αποπάνω του χτυπώ, ταμμένη χάρη
του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη.
Έτσι ξερνάει πεσμένος χάμω τη ψυχή του
και το αίμα του σαν ψιλή σφήνα ξεπετόντας
με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει
κ' εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ' ό,τι
του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους.
Τέτοια λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους,
κι αν σας βολή χαρήτε· καύχημα εγώ τόχω·
κι αν είταν πρέπον σε νεκρούς σπονδές να κάνουν,
δίκαια σ' αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια.
Μόνος του το ποτήρι γιόμισε με τόσες
στο σπίτι συμφορές κ' ήλθε και τόπιε ο ίδιος.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Θαυμάζομε τι αχρεία γλώσσα έχεις στο στόμα
που επάνω στον νεκρό του αντρός σου έτσι καυχιέσαι.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Σαν άμυαλη με δοκιμάζετε γυναίκα·
μα εγώ με ατρόμητη καρδιά σου λέω να ξέρης.
Και συ καν θες να μ' επαινής καν να με ψέγης,
το ίδιο μου κάνει· αυτός είν' ο Αγαμέμνων, άντρας
δικός μου, και νεκρός μ' αυτό το δεξί χέρι
που με το δίκιο ό,τι έκαμε.. αυτό να ξέρης.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Σαν τι κακό, γυναίκα,
να γεύτηκες βοτάνι από το γη θραμμένο,
ή τι φαρμάκι από τη θάλασσα βγαλμένο,
και πήρες τέτοια λύσσα και λαού κατάρα;
δίκασες κ' έκοψες, μα τώρα εξόριστη
βδέλυγμα θάσαι της χώρας.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Τώρ' απ' την πόλη μου δικάζεις εξορία,
μίσος των πολιτών και του λαού κατάρες,
ενώ κανένα φταίξιμο σ' αυτόν δε βρήκες,
που ούτε σα νάτανε σφαχτό λογιάζοντάς το,
όταν με γέννες καρπερές φτουρούν οι στάνες,
την κόρη του εθυσίασε – τον πιο γλυκό μου
καϋμό – για να γητέψη το βοριά της Θράκης.
Δεν είν' αυτός που τούπρεπε μακριά απ' τη χώρα
να διώχτης για το κρίμα του; και συ δικάζεις
σκληρά το έργο που μ' άκουσες. Μα σου το λέω:
Φοβέριζε κ' είμαι έτοιμη, μια σου και μια μου,
νάμαι στην εξουσία σου, αν με νικήσης.
Μ' αν πάλι δώση ο θεός κι αλλιώς τα κρίνη
θε να σου μάθω, αν κι αργά, να βάλης γνώση.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μεγάλα τα σοφίσματά σου,
κι άρρητα κλώθεις σαν να τάραξε
το νου σου το χυμένο αίμα, και θαρρείς
πως σου φαντάζει η βούλλα η κόκκινη στην όψη.
Μα κάπου θάρθη μέρα, δίχως φίλους
και καταφρονεμένη
μ' αίμα το αίμα να πλερώσης.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Μ' άκου τώρα κι αυτό τον όρκο που σου ομόνω
Έτσι ναι, μα της κόρης μου την τέλεια Δίκη,
πόσφαξα και της πρόσφερα θυσία ετούτον,
ούτε σκιά στο σπίτι μου φόβου δε θάμπη
όσο που της γωνιάς μου τη φωτιά θανάβη
ο Αίγισθος, σαν πάντα καλοθελητής μου·
γιατί ναι αυτός του θάρρους μας μεγάλη ασπίδα.
Νά τον! νεκρός, ο ατιμαστής της γυναικός του
και των Χρυσηίδων ο καλός κάτου στην Τροία.
νά την! και τούτη εδώ η αιχμάλωτη, η μαγίστρα
η χρησμολόγα και παρακοιμάμενή του
πιστή γυναίκα, πότριβαν μαζί το ίδιο
σκαμνί του καραβιού – μα ότι άξιζαν το βρήκαν·
αυτός από τη μια μεριά· κι αύτη αφού είπε
σαν κύκνος το στερνό θανάτου μοιρολόι
κείται στο πλάι του αγαπητού, που είχε τη φέρη
προσφάγι γλιχουδιάρικο του κοιμηθιού μας.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αλλοίμονο, ποια να είταν γρήγορη
δίχως κρεβάτωμα ουδ' αρρώστεια
νάρχουνταν μοίρα να μας έφερνε
για πάντα τον ατέλειωτο τον ύπνο,
τώρα που πάει εχάθη ο φύλακας
ο τρισκαλώτατός μου,
που όσα από μια γυναίκα υπόφερε,
κι από γυναίκα χάνει τη ζωή του.
Ω Ελένη εσύ, δίχως κρίση και νου,
που μια τις πολλές τις πάρα πολλές
ψυχές εθυσίασες κάτω απ' την Τροία,
και τώρα στο τέλος.
 
 
πολυθύμητον αίμα ανθολόγησεν άπλυτον
κάποια που θάτανε τότε στο σπίτι
οργή βαρυσύντυχη και συμφορά.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Μ' αυτά μη βαργομάς και πας και ζητάς
του θανάτου τη μοίρα·
κι ούτε μη στην Ελένη γυρνάς την οργή σου
πως χάλασε κόσμο, πως μια της αυτή
εθυσίασε τόσες ψυχές Δαναών
κ' έχει ανοίξη πληγή που δεν κλείνει.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Δαίμονα, που στο σπίτι αυτό βαρύς
και στους διπλούς τους Τανταλίδες πέφτεις
και δίνεις στις γυναίκες τις ισόψυχες
νίκη, που την καρδιά σπαράζει εμένα!
Και ιδού την τώρα επάνω στο νεκρό
σαν κόρακας κακός εστάθη
και το καυχιέται με τα δίκια της
πως ψάλλει αυτό τον ύμνο.
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Τώρα μάλιστα τώπες σωστά
και με δίκιο τα ρίχτεις
στης γενεάς τον τετράπαχο δαίμονα,
γιατ' αλήθεια είναι αυτός που από μάννας κοιλιά
θρέφει τούτη τη λύσσα που γαίμα διψά
κι όπου πριν να τελειώση η παλιά συμφορά,
άλλο γαίμα χυμένο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μεγάλο αλήθεια δαίμονα
κι οργή εγκωμιάζεις θεϊκιά στο σπίτι,
κακόν εγκώμιο, αλλοίμονο!
αχόρταγης και μαύρης τύχης.
Αχ κι αχ! εσύ 'σαι Δία
σ' όλα η αφορμή σ' όλα η αιτία·
τι γίνεται χωρίς το Δία στον κόσμο;
και ποιο απ' αυτά χωρίς θεού βουλή;
Αχ αλλοίμονο, αλλοίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω
από μέσ' απ' τη δόλια καρδιά μου;
Μες σ' αυτά της αράχνης τα δίχτυα πεσμένος
τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
Αλλοίμονό μου, ποιος σου μέλλονταν
θάνατος που δε σούπρεπε;
θάνατος δολερός σε δάμασε
με δίκοπο σπαθί στο χέρι
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 
Ναι, δικιά μου είναι η πράξη κ' έχεις δίκιο να λες
όμως πια μη με πης
του Αγαμέμνονος τάχα γυναίκα·
τη μορφή της γυναίκας αυτού του νεκρού
ο δριμύς ο αντίδικος πήρε ο παλιός
του απάνθρωπου δείπνου του Ατρέα,
κι αυτόν, άντρα σωστόν, θυσιάζει
πλερωμή για τα βρέφη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πως είσαι καθαρή απ' αυτό το φόνο
ποιος θα βρεθή και θα το μαρτυρήση;
Πώς, πώς; μα ίσως και χέρι νάδωσε
ο αρχαίος εκδικητής από γενιάς.
Κι ανοίχει δρόμο, χύνοντας
αίμα συγγενικό καινούργιο πάντα,
η αρχαία η έχθρα, κι όπου προχωρέση
στο άδικο γαίμα των παιδιών θα πέση.
 
 
Αχ αλλοίμονο, αλλοίμονο,
βασιλιά μου καλέ,
και πώς να σε κλάψω και τι να σου πω